του Άρη Δαβαράκη
Μετά το Σαββατοκύριακο στην Χίο για το οποίο, πολύ βιαστικά, έχω ήδη γράψει, όσα συνέβησαν εκεί αρχίζουνε σιγά-σιγά να παίρνουν σχήμα και μορφή καθώς περνούν οι ώρες και οι μέρες. Το συνηθισμένο είναι να απομακρύνεται κανείς από τις εντυπώσεις του Σαββατοκύριακου καθώς μπαίνει όλο και πιο βαθειά στα λιμνάζοντα νερά της σύγχρονης καθημερινότητας στην Αθήνα. Αυτή τη φορά όμως είναι διαφορετική η εξέλιξη. Γιατί ο Γιάννης, σαν καλός σπορέας, φρόντισε να εμφυτεύσει κάποιες καινούργιες ποικιλίες σκέψεων στο μυαλό (και στην ψυχή μου).
Έτσι, τώρα που τέλειωσα με τον κύριο όγκο της δουλειάς για toportal.gr της Τετάρτης, αντί να βγω μια βόλτα, να πάω σε κάνα σινεμά (όπως έκανα την Δευτέρα), να το σκάσω λίγο και να «ξεσκάσω» πριν επιστρέψω τα μεσάνυχτα για το «ανέβασμα» της καινούργιας ύλης, προτιμώ να συνεχίσω το γράψιμο και λέξη-λέξη να προσπαθήσω να εξηγήσω στον εαυτό μου κάποια πολύ σοβαρά νέα δεδομένα που έχουν καταγραφεί στον εγκέφαλό μου. Γιατί έχω πεισθεί απόλυτα πως αυτά για τα οποία κουβεντιάσαμε με τον Γιάννη το Σαββατοκύριακο στο «μούρκι» του εμπεριέχουν το σπέρμα ενός άλλου βλαστού που δεν το είχα ποτέ εντοπίσει στο δικό μου το χωράφι και, μέσα στις τελευταίες 50 ώρες έχει ήδη σκάσει μύτη μέσα απ’ το χώμα μου και ετοιμάζει την εξέλιξη και την ανθοφορία του, που, με τον καιρό, θα φέρει και τον ώριμο καρπό που θα μεταμορφώσει, ριζικά πιά, τον τρόπο της ζωής μου.
Ήδη παρατηρώ ότι μιλώ με όρους «σποράς» και «καρπού», πράγμα το οποίο δεν είναι φυσιολογικό για έναν άνθρωπο της ασφάλτου και των μεγάλων πόλεων. Η σαφής θέση και σχέση του Γιάννη Μακριδάκη με το οικοσύστημα του οποίου αποτελεί συνειδητά μέρος αναπόσπαστο γιατί αυτό του λέει η ψυχή του, με έχει πολύ επηρεάσει. Ο Γιάννης για να καταλάβετε είναι κάποια χρόνια τώρα (όχι και πάρα πολλά γιατί είναι μόνο 42 χρονών) απόλυτα συγκεντρωμένος στο ένα στρέμμα του που το φροντίζει με τα χέρια του, χωρίς αιχμηρά εργαλεία και μηχανές που θα μπορούσαν να τραυματίσουν το χώμα ή το παραμικρό χορταράκι που σκάει μύτη μέσα στα όρια του χωραφιού του, που τον τρέφει και σωματικά και πνευματικά κάθε μέρα, χειμώνα-καλοκαίρι, άνοιξη και φθινόπωρο. Δεν θεωρεί τον εαυτό του σημαντικότερο για το οικοσύστημα από έναν κότσυφα που αν δεν φάει τον σπόρο και δεν τον κουτσουλίσει, δέντρο δεν θα φυτρώσει. Και επιμένει με απόλυτη σαφήνεια πως ο άνθρωπος δεν είναι (ή, μάλλον, δεν θα έπρεπε να είναι) «καταναλωτής» αλλά ένα φυσικό όν μέσα στην χαώδη συμπαντική αρμονία της οποίας είμαστε όλοι ένας κρίκος αναπόσπαστος. Έχει καταφέρει να ζει τρώγοντας κυρίως ό,τι φύεται στο ένα στρέμμα του, ανάλογα με τις εποχές – και δεν έχει παρά να συμπληρώσει την γευστική, χρωματιστή και χορταστική καθημερινή του ωμή σαλάτα με ένα αβοκάντο αγορασμένο, ή ένα ρόδι απ’ τη ροδιά του γείτονα. Και είναι δεμένος με το μούρκι του, (το χωράφι του δηλαδή με το παλιό πηγάδι και το σπιτάκι που χωράει ένα διπλό κρεβάτι και ένα WC), όπως είναι δεμένος και με τους ανθρώπους του, την σύντροφό του, τους φίλους του – και την τέχνη του βέβαια, την λογοτεχνία που υπηρετεί ήσυχα και σεμνά μετά από 7 βιβλία (όλα στις εκδόσεις της ΕΣΤΙΑΣ αν δεν κάνω λάθος). Αυτόν τον καιρό μάλιστα ξαναγράφει και όταν σου το λέει φωτίζεται το πρόσωπό του ακόμα παραπάνω και το χαμόγελό του φανερώνει μιαν αληθινή, βαθειά, εσωτερική χαρά που δεν περιγράφεται. «Επιτέλους», λέει. «Αισθάνομαι και πάλι συγγραφέας».
Ο Γιάννης Μακριδάκης λοιπόν πιστεύει ότι η ανθρωπότητα ολόκληρη με τον χρηματοπιστωτικό της σύγχρονο πολιτισμό, προχωράει στα τυφλά και οδηγείται σ’ ένα τεράστιο ντουβάρι που ορίζει το τέρμα της ζωής όπως την ξέρουμε σήμερα –ή σ’ έναν γκρεμό χαώδη, δίχως πάτο. Αυτό που ζούμε οι περισσότεροι εγκλωβισμένοι στα κρατητήρια του χρήματος για τον Γιάννη δεν είναι ζωή. Ζωή είναι να ξυπνάς όταν ξημερώνει και να κοιμάσαι όταν νυχτώνει. Να ξέρεις τι τρως, πώς έφτασε στα χέρια σου η τροφή σου, με τι μεθόδους καλλιεργήθηκε. Να καταφέρεις να μην είσαι «όξινος» αλλά «αλκαλικός». Να ελέγχεις τη σκέψη σου και να έχεις κλείσει όλες τις πόρτες απ’ όπου θα μπορούσαν να μπουν και να βγουν συνειρμοί σκέψεων αρνητικών για οποιονδήποτε και για οτιδήποτε.
Ο δρόμος του είναι ιδιωτικός, επειδή όμως βλέπει πολύ καθαρά ότι όχι μόνο είναι βατός και αποτελεσματικός, αλλά σε οδηγεί και σε μια εσωτερική πληρότητα που πρέπει να είναι η ευτυχία, θέλει και το προσπαθεί να επικοινωνήσει τα βιώματα και την εμπειρία του σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Γι’ αυτό και την Πέμπτη 16 Οκτωβρίου στη «Στοά του βιβλίου» που θα βρεθούμε όλοι μαζί, θα απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του τεθούν με απόλυτη σαφήνεια όπως θα παρατηρήσετε όσοι θα είστε εκεί, παρόντες. Γιατί όποιος ξέρει γιατί μιλάει επειδή το ζει, το βιώνει και μαθαίνει συνεχώς καινούργια πράγματα, δεν είναι ποτέ δυσνόητος.
Εδώ θα πρέπει να σταματήσω – αλλά θα επανέλθω στην κοσμοθεωρία και τον τρόπο ζωής του Γιάννη Μακριδάκη, καθώς πλησιάζει η Πέμπτη της συνάντησής μας στην «Στοά του βιβλίου».
Είναι πολλά αυτά που έχουμε να πούμε και προτιμώ να προχωρήσω σιγά-σιγά, με προσεκτικά και ήρεμα βήματα μέχρι εκείνη τη μέρα.
Γι ‘αυτό τις θέσεις και τις απόψεις του για την πολιτική, την αριστερά, τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ και την όλη δομή του «συστήματος» μέσα στο οποίο ασφυκτιούμε πια όλοι σχεδόν οι Έλληνες, θα τις πλησιάσω σε άλλο κείμενο.
Προς το παρόν αρκεί σε όλους μας να αναλογιστούμε με την ησυχία μας και με όση περισσότερη εσωτερική καθαρότητα μπορούμε να εξασφαλίσουμε, ότι το «τρελλό φορτηγό» στο οποίο επιβαίνουμε προχωράει μονάχο του χωρίς πυξίδα και οδηγό – μέχρι να έρθει η ώρα να αρπάξει κανείς το τιμόνι γερά, πριν σκάσουμε όλοι με το κεφάλι δυνατά πάνω σ’ αυτό το ντουβάρι του πολιτισμού μας που μας εξοντώνει καθημερινά την ψυχή, το σώμα και το μυαλό.
toportal.gr
Ήδη παρατηρώ ότι μιλώ με όρους «σποράς» και «καρπού», πράγμα το οποίο δεν είναι φυσιολογικό για έναν άνθρωπο της ασφάλτου και των μεγάλων πόλεων. Η σαφής θέση και σχέση του Γιάννη Μακριδάκη με το οικοσύστημα του οποίου αποτελεί συνειδητά μέρος αναπόσπαστο γιατί αυτό του λέει η ψυχή του, με έχει πολύ επηρεάσει. Ο Γιάννης για να καταλάβετε είναι κάποια χρόνια τώρα (όχι και πάρα πολλά γιατί είναι μόνο 42 χρονών) απόλυτα συγκεντρωμένος στο ένα στρέμμα του που το φροντίζει με τα χέρια του, χωρίς αιχμηρά εργαλεία και μηχανές που θα μπορούσαν να τραυματίσουν το χώμα ή το παραμικρό χορταράκι που σκάει μύτη μέσα στα όρια του χωραφιού του, που τον τρέφει και σωματικά και πνευματικά κάθε μέρα, χειμώνα-καλοκαίρι, άνοιξη και φθινόπωρο. Δεν θεωρεί τον εαυτό του σημαντικότερο για το οικοσύστημα από έναν κότσυφα που αν δεν φάει τον σπόρο και δεν τον κουτσουλίσει, δέντρο δεν θα φυτρώσει. Και επιμένει με απόλυτη σαφήνεια πως ο άνθρωπος δεν είναι (ή, μάλλον, δεν θα έπρεπε να είναι) «καταναλωτής» αλλά ένα φυσικό όν μέσα στην χαώδη συμπαντική αρμονία της οποίας είμαστε όλοι ένας κρίκος αναπόσπαστος. Έχει καταφέρει να ζει τρώγοντας κυρίως ό,τι φύεται στο ένα στρέμμα του, ανάλογα με τις εποχές – και δεν έχει παρά να συμπληρώσει την γευστική, χρωματιστή και χορταστική καθημερινή του ωμή σαλάτα με ένα αβοκάντο αγορασμένο, ή ένα ρόδι απ’ τη ροδιά του γείτονα. Και είναι δεμένος με το μούρκι του, (το χωράφι του δηλαδή με το παλιό πηγάδι και το σπιτάκι που χωράει ένα διπλό κρεβάτι και ένα WC), όπως είναι δεμένος και με τους ανθρώπους του, την σύντροφό του, τους φίλους του – και την τέχνη του βέβαια, την λογοτεχνία που υπηρετεί ήσυχα και σεμνά μετά από 7 βιβλία (όλα στις εκδόσεις της ΕΣΤΙΑΣ αν δεν κάνω λάθος). Αυτόν τον καιρό μάλιστα ξαναγράφει και όταν σου το λέει φωτίζεται το πρόσωπό του ακόμα παραπάνω και το χαμόγελό του φανερώνει μιαν αληθινή, βαθειά, εσωτερική χαρά που δεν περιγράφεται. «Επιτέλους», λέει. «Αισθάνομαι και πάλι συγγραφέας».
Ο Γιάννης Μακριδάκης λοιπόν πιστεύει ότι η ανθρωπότητα ολόκληρη με τον χρηματοπιστωτικό της σύγχρονο πολιτισμό, προχωράει στα τυφλά και οδηγείται σ’ ένα τεράστιο ντουβάρι που ορίζει το τέρμα της ζωής όπως την ξέρουμε σήμερα –ή σ’ έναν γκρεμό χαώδη, δίχως πάτο. Αυτό που ζούμε οι περισσότεροι εγκλωβισμένοι στα κρατητήρια του χρήματος για τον Γιάννη δεν είναι ζωή. Ζωή είναι να ξυπνάς όταν ξημερώνει και να κοιμάσαι όταν νυχτώνει. Να ξέρεις τι τρως, πώς έφτασε στα χέρια σου η τροφή σου, με τι μεθόδους καλλιεργήθηκε. Να καταφέρεις να μην είσαι «όξινος» αλλά «αλκαλικός». Να ελέγχεις τη σκέψη σου και να έχεις κλείσει όλες τις πόρτες απ’ όπου θα μπορούσαν να μπουν και να βγουν συνειρμοί σκέψεων αρνητικών για οποιονδήποτε και για οτιδήποτε.
Ο δρόμος του είναι ιδιωτικός, επειδή όμως βλέπει πολύ καθαρά ότι όχι μόνο είναι βατός και αποτελεσματικός, αλλά σε οδηγεί και σε μια εσωτερική πληρότητα που πρέπει να είναι η ευτυχία, θέλει και το προσπαθεί να επικοινωνήσει τα βιώματα και την εμπειρία του σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Γι’ αυτό και την Πέμπτη 16 Οκτωβρίου στη «Στοά του βιβλίου» που θα βρεθούμε όλοι μαζί, θα απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του τεθούν με απόλυτη σαφήνεια όπως θα παρατηρήσετε όσοι θα είστε εκεί, παρόντες. Γιατί όποιος ξέρει γιατί μιλάει επειδή το ζει, το βιώνει και μαθαίνει συνεχώς καινούργια πράγματα, δεν είναι ποτέ δυσνόητος.
Εδώ θα πρέπει να σταματήσω – αλλά θα επανέλθω στην κοσμοθεωρία και τον τρόπο ζωής του Γιάννη Μακριδάκη, καθώς πλησιάζει η Πέμπτη της συνάντησής μας στην «Στοά του βιβλίου».
Είναι πολλά αυτά που έχουμε να πούμε και προτιμώ να προχωρήσω σιγά-σιγά, με προσεκτικά και ήρεμα βήματα μέχρι εκείνη τη μέρα.
Γι ‘αυτό τις θέσεις και τις απόψεις του για την πολιτική, την αριστερά, τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ και την όλη δομή του «συστήματος» μέσα στο οποίο ασφυκτιούμε πια όλοι σχεδόν οι Έλληνες, θα τις πλησιάσω σε άλλο κείμενο.
Προς το παρόν αρκεί σε όλους μας να αναλογιστούμε με την ησυχία μας και με όση περισσότερη εσωτερική καθαρότητα μπορούμε να εξασφαλίσουμε, ότι το «τρελλό φορτηγό» στο οποίο επιβαίνουμε προχωράει μονάχο του χωρίς πυξίδα και οδηγό – μέχρι να έρθει η ώρα να αρπάξει κανείς το τιμόνι γερά, πριν σκάσουμε όλοι με το κεφάλι δυνατά πάνω σ’ αυτό το ντουβάρι του πολιτισμού μας που μας εξοντώνει καθημερινά την ψυχή, το σώμα και το μυαλό.
toportal.gr