του Αλέξη Χριστόπουλου*
Σήμερα ο πολιτικός μας χώρος όσο κι εμείς σαν άτομα βιώνουμε με δραματικό τρόπο αυτές ακριβώς τις αντιφάσεις μας. Προσπαθούμε από τη θέση της νικήτριας πολιτικής δύναμης που ηγεμονεύει στην πολιτική ζωή της χώρας να διαχειριστούμε μια ιδεολογική ήττα, μια ήττα αξιών και διακηρύξεων, μια ήττα που θολώνει τα οράματά μας γεγονός από την φύση του δύσκολο, αντιφατικό και πρωτόγνωρο. Οφείλουμε να το κάνουμε σύντομα και με επιτυχία αν θέλουμε έστω και τώρα, έστω και με απώλειες, έστω και με μεγαλύτερο κόστος να βγάλουμε την χώρα και τον λαό μας από τα αδιέξοδα των πολιτικών της λιτότητας.
Ακούω και διαβάζω αναλύσεις από συντρόφους, μέλη και στελέχη του κόμματος οι οποίες καταλήγουν με την επωδό »ντρέπομαι για την υπερψήφιση του μνημονίου, ντρέπομαι για τον ΣΥΡΙΖΑ που έγινε μνημονιακό κόμμα, ντρέπομαι, ντρέπομαι, ντρέπομαι……». Συμφωνώ, υπάρχουν πράγματα για τα οποία πρέπει να ντρεπόμαστε. Δεν είναι όμως αυτά. Προσωπικά ντρέπομαι γιατί δεν αντιστάθηκα περισσότερο στο πλήθος των υποσχέσεων που δίναμε. Γιατί δεν φώναξα περισσότερο ενάντια στις προσδοκίες που καλλιεργήσαμε. Γιατί δεν εναντιώθηκα όσο έπρεπε στον υπερτροφικό βερμπαλισμό και στον μαξιμαλισμό που υιοθετήσαμε. Γιατί δεν επέμεινα στην κατεύθυνση μιας άλλης πολιτικής, λιγότερο »επαναστατικής», λιγότερο »φιλολαϊκής» αλλά με έντονα τα στοιχεία του πολιτικού πραγματισμού. Γιατί τελικά υποχώρησα, παραδόθηκα, συναίνεσα και προώθησα πολιτικές για τις οποίες αμφέβαλα και θεωρούσα αδιέξοδες. Εκεί πρέπει να αναζητήσουμε την ρίζα της όποιας σημερινής μας ντροπής. Όχι όμως για να εγκαταλειφθούμε σ' αυτήν αλλά για να μπορέσουμε να διακρίνουμε τις λάθος επιλογές μας, να τις διορθώσουμε, να στρίψουμε έγκαιρα το τιμόνι και να χαράξουμε μια διαφορετική πορεία. Με μνημόνιο; Ναι, δυστυχώς με μνημόνιο. Με επαχθείς όρους; Βεβαίως και με επαχθείς όρους. Με πίστη όμως στο κόμμα μας, στην κυβέρνησή μας και στους εαυτούς μας ότι θα κάνουμε ότι είναι δυνατόν προκειμένου να αλλάξουμε την χώρα και να την στρέψουμε σε μια πορεία ανάπτυξης με δικαιοσύνη και ισονομία.
Η αυριανή μέρα ίσως μας βρει λιγότερους. Ίσως να »απουσιάζουν» σύντροφοι με τους οποίους συμπορευτήκαμε δεκαετίες ολόκληρες. Κανένας δεν αισθάνεται ευτυχής. Πιστεύω όμως πως είναι πια καιρός να μιλήσουμε με ειλικρίνεια. Να πούμε γιατί φτάσαμε ως εδώ. Να πούμε πράγματα που κρύβαμε με επιμέλεια πολλά χρόνια. Πράγματα που καλύπταμε μέσα σε κείμενα θέσεων και σε δαιδαλώδεις διατυπώσεις προκειμένου ο καθένας μας να δίνει την ερμηνεία που ήταν αρεστή στον δικό του μικρόκοσμο. Να αποκαλύψουμε, επιτέλους τις διαφορετικές μας αναλύσεις, τις διαφορετικές μας στοχεύσεις. Αυτά που ο καθένας μας ΑΝΑΓΚΑΣΘΗΚΕ να πει και να ψηφίσει αλλά και αυτά που ΑΠΕΦΥΓΕ να υποστηρίξει. Στο όνομα βεβαίως μιας καθαγιασμένης ενότητας που συντηρούσαμε επιστρατεύοντας συνθήματα και όχι θέσεις, συναίσθημα και όχι λογική, οράματα και όχι πραγματισμό.
Σήμερα ο πολιτικός μας χώρος όσο κι εμείς σαν άτομα βιώνουμε με δραματικό τρόπο αυτές ακριβώς τις αντιφάσεις μας. Προσπαθούμε από τη θέση της νικήτριας πολιτικής δύναμης που ηγεμονεύει στην πολιτική ζωή της χώρας να διαχειριστούμε μια ιδεολογική ήττα, μια ήττα αξιών και διακηρύξεων, μια ήττα που θολώνει τα οράματά μας γεγονός από την φύση του δύσκολο, αντιφατικό και πρωτόγνωρο. Οφείλουμε να το κάνουμε σύντομα και με επιτυχία αν θέλουμε έστω και τώρα, έστω και με απώλειες, έστω και με μεγαλύτερο κόστος να βγάλουμε την χώρα και τον λαό μας από τα αδιέξοδα των πολιτικών της λιτότητας.
Ακούω και διαβάζω αναλύσεις από συντρόφους, μέλη και στελέχη του κόμματος οι οποίες καταλήγουν με την επωδό »ντρέπομαι για την υπερψήφιση του μνημονίου, ντρέπομαι για τον ΣΥΡΙΖΑ που έγινε μνημονιακό κόμμα, ντρέπομαι, ντρέπομαι, ντρέπομαι……». Συμφωνώ, υπάρχουν πράγματα για τα οποία πρέπει να ντρεπόμαστε. Δεν είναι όμως αυτά. Προσωπικά ντρέπομαι γιατί δεν αντιστάθηκα περισσότερο στο πλήθος των υποσχέσεων που δίναμε. Γιατί δεν φώναξα περισσότερο ενάντια στις προσδοκίες που καλλιεργήσαμε. Γιατί δεν εναντιώθηκα όσο έπρεπε στον υπερτροφικό βερμπαλισμό και στον μαξιμαλισμό που υιοθετήσαμε. Γιατί δεν επέμεινα στην κατεύθυνση μιας άλλης πολιτικής, λιγότερο »επαναστατικής», λιγότερο »φιλολαϊκής» αλλά με έντονα τα στοιχεία του πολιτικού πραγματισμού. Γιατί τελικά υποχώρησα, παραδόθηκα, συναίνεσα και προώθησα πολιτικές για τις οποίες αμφέβαλα και θεωρούσα αδιέξοδες. Εκεί πρέπει να αναζητήσουμε την ρίζα της όποιας σημερινής μας ντροπής. Όχι όμως για να εγκαταλειφθούμε σ' αυτήν αλλά για να μπορέσουμε να διακρίνουμε τις λάθος επιλογές μας, να τις διορθώσουμε, να στρίψουμε έγκαιρα το τιμόνι και να χαράξουμε μια διαφορετική πορεία. Με μνημόνιο; Ναι, δυστυχώς με μνημόνιο. Με επαχθείς όρους; Βεβαίως και με επαχθείς όρους. Με πίστη όμως στο κόμμα μας, στην κυβέρνησή μας και στους εαυτούς μας ότι θα κάνουμε ότι είναι δυνατόν προκειμένου να αλλάξουμε την χώρα και να την στρέψουμε σε μια πορεία ανάπτυξης με δικαιοσύνη και ισονομία.
Εδώ όμως εμφανίζεται το νέο μεγάλο ερώτημα. Είναι δυνατή η άσκηση φιλολαϊκών πολιτικών στα πλαίσια μιας ΕΕ και μιας Ευρωζώνης όπου κυριαρχούν οι δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού σε συνεργασία με την συμβιβασμένη σοσιαλδημοκρατία; Ναι είναι.
Η ΕΕ είναι ο μοναδικός χώρος όπου, παρ” όλους τους περιορισμούς και τις δεσμεύσεις μπορείς να επιδιώξεις την εφαρμογή τέτοιων πολιτικών. Οι ιδρυτικοί της κανόνες (ακόμα και τώρα που καταστρατηγούνται), η κουλτούρα των λαών της, οι δράσεις των κοινωνικών κινημάτων σε όλες σχεδόν τις χώρες-μέλη, η δικαιωματική αντίληψη που την διαπερνά την καθιστούν προνομιακό πεδίο για την -σταδιακή έστω-αποδοχή των πολιτικών που επιδιώκουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές μας δεν θα συναντήσουν αντιστάσεις, ότι δεν θα βρούν απέναντί τους μεγάλα και οργανωμένα συμφέροντα, ότι μας ευνοούν οι εσωτερικοί πολιτικοί συσχετισμοί. Όλα αυτά είναι ακόμα αρνητικά. Μπορούμε και πρέπει όμως να τα αλλάξουμε. Να δημιουργήσουμε συμμαχίες σε κοινωνικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο. Αρκεί να κατανοήσουμε ότι η πολιτική δεν είναι κάτι το στατικό αλλά αντιθέτως μεταβάλλεται και εξελίσσεται με προοδευτικό πρόσημο όταν υπάρχει ωριμότητα του πολιτικού υποκειμένου, επεξεργασμένες προγραμματικές θέσεις, σαφής προσδιορισμός των στόχων, ανάπτυξη των κινημάτων και τελικά ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα. Η παραμονή και πάλη της Ελλάδας στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη είναι πλέον μονόδρομος. Μάλλον βιαστήκαμε να μπούμε, με τις γνωστές σε όλους »δημιουργικές» πολιτικές του Σημίτη αλλά η έξοδος ισοδυναμεί με αυτοχειρία. Όσοι και όποιοι ονειρεύονται το εθνικό κράτος, το εθνικό νόμισμα κλπ ας το ξανασκεφτούν. Όχι τόσο φέρνοντας στην μνήμη τους την εικόνα της χώρας πριν την ένταξη στην Ευρωζώνη αλλά κυρίως βλέποντας γύρω τους την κατάσταση των κρατών που είναι εκτός. Τον καλπάζοντα πληθωρισμό, την μαζική μετανάστευση, την εξάπλωση των εθνικισμών και της ακροδεξιάς κλπ.
Η ΕΕ είναι ο μοναδικός χώρος όπου, παρ” όλους τους περιορισμούς και τις δεσμεύσεις μπορείς να επιδιώξεις την εφαρμογή τέτοιων πολιτικών. Οι ιδρυτικοί της κανόνες (ακόμα και τώρα που καταστρατηγούνται), η κουλτούρα των λαών της, οι δράσεις των κοινωνικών κινημάτων σε όλες σχεδόν τις χώρες-μέλη, η δικαιωματική αντίληψη που την διαπερνά την καθιστούν προνομιακό πεδίο για την -σταδιακή έστω-αποδοχή των πολιτικών που επιδιώκουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές μας δεν θα συναντήσουν αντιστάσεις, ότι δεν θα βρούν απέναντί τους μεγάλα και οργανωμένα συμφέροντα, ότι μας ευνοούν οι εσωτερικοί πολιτικοί συσχετισμοί. Όλα αυτά είναι ακόμα αρνητικά. Μπορούμε και πρέπει όμως να τα αλλάξουμε. Να δημιουργήσουμε συμμαχίες σε κοινωνικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο. Αρκεί να κατανοήσουμε ότι η πολιτική δεν είναι κάτι το στατικό αλλά αντιθέτως μεταβάλλεται και εξελίσσεται με προοδευτικό πρόσημο όταν υπάρχει ωριμότητα του πολιτικού υποκειμένου, επεξεργασμένες προγραμματικές θέσεις, σαφής προσδιορισμός των στόχων, ανάπτυξη των κινημάτων και τελικά ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα. Η παραμονή και πάλη της Ελλάδας στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη είναι πλέον μονόδρομος. Μάλλον βιαστήκαμε να μπούμε, με τις γνωστές σε όλους »δημιουργικές» πολιτικές του Σημίτη αλλά η έξοδος ισοδυναμεί με αυτοχειρία. Όσοι και όποιοι ονειρεύονται το εθνικό κράτος, το εθνικό νόμισμα κλπ ας το ξανασκεφτούν. Όχι τόσο φέρνοντας στην μνήμη τους την εικόνα της χώρας πριν την ένταξη στην Ευρωζώνη αλλά κυρίως βλέποντας γύρω τους την κατάσταση των κρατών που είναι εκτός. Τον καλπάζοντα πληθωρισμό, την μαζική μετανάστευση, την εξάπλωση των εθνικισμών και της ακροδεξιάς κλπ.
Ο δρόμος που εγώ διακρίνω είναι η υποστήριξη της κυβέρνησης. Μια υποστήριξη όμως που πρέπει αυτή την φορά να εμπεριέχει και το στοιχείο της απαίτησης. Να αναληφθούν άμεσα κυβερνητικές πρωτοβουλίες σε τομείς που καθορίζουν την καθημερινότητα του πολίτη και του εμπεδώνουν το αίσθημα και την σιγουριά μιας πολιτείας που όχι μόνο τον στηρίζει αλλά ταυτόχρονα του ανοίγει τον δρόμο, του δημιουργεί ευκαιρίες και προϋποθέσεις για την βελτίωση της ζωής του. Η κυβέρνηση πρέπει επιτέλους να κυβερνήσει. Να αξιοποιήσει στελέχη και φίλους με ικανό γνωστικό πεδίο σε ολόκληρο το φάσμα της δημόσιας ζωής. Να προχωρήσει με αποφασιστικότητα σε μέτρα εξυγίανσης, κάθαρσης, εκσυγχρονισμού του δημόσιου χώρου. Το κόμμα από την πλευρά του να σκύψει με επιμέλεια και ρεαλισμό στην διαμόρφωση προτάσεων-θέσεων-λύσεων σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Να προχωρήσει και να ολοκληρώσει το πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης, απαραίτητη προϋπόθεση για την χάραξη πολιτικών αλλά και υπολογίσιμο, μοναδικό ίσως όπλο για τις όποιες επιλογές χρειαστεί να κάνεις. Μαζί με τα κινήματα να σταθεί στο πλευρό αυτών που θίγονται από την κρίση και την λιτότητα, αυτών που δοκιμάζονται από τα μέτρα που η κυβέρνησή μας υποχρεώθηκε να πάρει. Εδώ ακριβώς θα κριθεί το κόμμα μας, σ” αυτούς τους τομείς θα αποδείξει την ωριμότητά του και τον διακριτό του ρόλο από την κυβέρνηση.
Είμαι σίγουρος ότι πολλοί όλα αυτά θα τα πουν διαχείριση. Έχουν δίκιο. Περί αυτού πρόκειται γιατί αυτό ακριβώς έχει ανάγκη η χώρα αλλά και αυτό μας επιτρέπουν να κάνουμε οι συσχετισμοί δυνάμεων. Εκτός αυτού όμως η αριστερά πρέπει να μάθει να διαχειρίζεται το σύστημα και να αξιοποιεί τις αντιφάσεις του, να αναλύει τις κρίσεις του προωθώντας τις λογικές της, αλλά πάνω απ” όλα να μάθει να διαχειρίζεται δημιουργικά τις ανάγκες και τις αγωνίες των ανθρώπων δίνοντας λύσεις η έστω απαλύνοντας τις συνέπειες .Μια αριστερά που απαξιώνει την διαχείριση στο όνομα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, θα αποδειχθεί ανίκανη να διαχειρισθεί κι αυτόν τον ίδιο τον οραματικό της στόχο.
*Ο Αλέξης Χριστόπουλος είναι Αναπληρωτής Συντονιστής της Νομαρχιακής Επιτροπής Βόρειας Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ