Σελίδες

Τέλος εποχής στο Βερολίνο

του Γιώργου Καπόπουλου

Πριν από λίγες βδομάδες δημοσκόπηση έφερε το 70% των ερωτηθέντων να μην επιθυμούν υποψηφιότητα της Μέρκελ για τέταρτη θητεία στην Καγκελαρία. Προχθές, Τρίτη, νέες μετρήσεις δίνουν το ποσοστό της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης στο 30% και το αντίστοιχο των Σοσιαλδημοκρατών στο 19%, με άλλα λόγια ακόμη και μαζί οι εταίροι του μεγάλου Συνασπισμού δεν ξεπερνούν το 50% των ψηφοφόρων.

Τίποτε το αιφνιδιαστικό δεν υπάρχει στη δημοσκοπική συρρίκνωση, καθώς πρόκειται για τον Δεύτερο Μεγάλο Συνασπισμό που προέκυψε μετά τις εκλογές του 2013, ενώ ο Πρώτος Μεγάλος Συνασπισμός συγκυβέρνησε στην περίοδο 2005-2009.
Να σημειωθεί ότι ακόμη και στην περίοδο 2009-2013 που συγκυβερνούσαν Χριστιανοδημοκράτες και Φιλελεύθεροι, αν και εκτός κυβέρνησης οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν μια συναινετική γραμμή πλεύσης που περισσότερο παρέπεμπε σε συμπολίτευση παρά σε αντιπολίτευση.

Αν προσθέσουμε στα παραπάνω τη βεβαιότητα του περαιτέρω θρυμματισμού και της πολυδιάσπασης της πολιτικής σκηνής στη Γερμανία μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017, τότε πραγματικά είμαστε μπροστά σε μια εικόνα τέλους εποχής.

Στην επόμενη Βουλή δίπλα στους Χριστιανοδημοκράτες, τους Πράσινους, τους Σοσιαλδημοκράτες και την Αριστερά, θα προστεθούν η «Εναλλακτική για τη Γερμανία», οι Φιλελεύθεροι που θα επανακάμψουν μετά από τετραετή απουσία και πολύ πιθανόν η Βαυαρική Πτέρυγα των Χριστιανοδημοκρατών, οι Χριστιανοσοσιαλιστές, ως ξεχωριστή κοινοβουλευτική ομάδα.

Αν η μετά την ενοποίηση περίοδος έχει ήδη βαπτιστεί ως «Δημοκρατία του Βερολίνου», η επόμενη επτακομματική Βουλή μάλλον θα θυμίζει τη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» στην περίοδο 1919-1933. Τέλος εποχής, τέλος της συναίνεσης γύρω από τις στρατηγικές επιλογές του Σρέντερ, την Ατζέντα μεταρρυθμίσεων 2010 και την περιφρούρηση του σημερινού status quo της ευρωπαϊκής oλοκλήρωσης.

Αν οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιωθούν στη δυσκολότερη θέση πριν και μετά τις εκλογές του 2017 θα βρεθούν οι Χριστιανοδημοκράτες, που δεν πιέζονται μόνον για να βρουν διάδοχο της Μέρκελ:

Πιέζονται από τα Δεξιά από την είσοδο στην επόμενη Βουλή της Εναλλακτικής, την επιστροφή των Φιλελευθέρων, αλλά και τη διαφοροποίηση των Βαυαρών Χριστιανοσοσιαλιστών. Οι λεπτές ισορροπίες μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Βαυαρών Χριστιανοσοσιαλιστών δεν οφείλονταν μόνον στην εξισορροπητική δεινότητα της Καγκελαρίου Μέρκελ, αλλά κυρίως χάρη στον Σόιμπλε και στην ρητορική του.

Πίεση υπάρχει και από τα αριστερά με δεδομένη την προφανή αδυναμία ενσωμάτωσης στη μελλοντική κυβερνητική πλειοψηφία της Εναλλακτικής αλλά και των Φιλελευθέρων, οι οποίοι στην τετραετία 2009-13 μετακινήθηκαν από το Κέντρο στα Δεξιά της Χριστιανοδημοκρατίας. Με τα σημερινά δεδομένα άνοιγμα των Χριστιανοδημοκρατών στους Πράσινους που έχει ήδη δοκιμαστεί σε επίπεδο Ομόσπονδων Κρατιδίων θα εμπεριείχε τον κίνδυνο πλήρους απόσχισης των Βαυαρών Χριστιανοσοσιαλιστών.

Τα παραπάνω αθροιστικά αφήνουν ανοικτή κάθε υπόθεση εργασίας και σενάριο ως προς τη γραμμή πλεύσης του Βερολίνου στην Ευρωζώνη που θα διαμορφωθεί μετεκλογικά. Επί του παρόντος έχουμε κάποια δεδομένα, κάποιες σταθερές για την πορεία του Βερολίνου μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2017:
Πρώτον, όλες οι κρίσιμες αποφάσεις στην Ε.Ε. - Ευρωζώνη μετατίθενται σε μετεκλογικό ορίζοντα.
Δεύτερον, υπάρχει μια ανησυχητική αυξητική τάση δαιμονοποίησης του επικεφαλής της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι ως απειλή για ζωτικά συμφέροντα όχι μόνον των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών, αλλά κυρίως των μικρομεσαίων νοικοκυραίων πελατών τους.

Οταν την άνοιξη του 2010 η Μέρκελ περίμενε μέχρι το παρά πέντε για να στηρίξει την Αθήνα είχε ως άλλοθι την αρνητική διάθεση της κοινής γνώμης σε περισσότερο εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στα έξι χρόνια που ακολούθησαν το άλλοθι στη δυναμική της Αυτοεκπληρούμενης Προφητείας έγινε πραγματικό πρόβλημα.

Με τα σημερινά δεδομένα τίθεται πλέον ανοικτά το ερώτημα πόσο μπορεί να κρατήσει και μέχρι πού μπορεί να φθάσει η κόντρα της κυβέρνησης στο Βερολίνο με την πολιτική του Ντράγκι και της ΕΚΤ, χωρίς να τερματισθεί απότομα η εμπιστοσύνη των αγορών που ξανακέρδισε ο κεντρικός τραπεζίτης της Ευρωζώνης τον Ιούνιο του 2012 με την ιστορική φράση «Θα γίνει ό,τι χρειάζεται» για τη θωράκιση του κοινού νομίσματος.