myxalandri.gr
Κυκλοφόρησε
πρόσφατα το περιοδικό νέα εὐθύνη (διάδοχος του κλασσικού Αθηναϊκού
περιοδικού Ευθύνη) με αφιέρωμα στον Χαλανδραίο ζωγράφο Νίκο Οικονομίδη.
Έργα του κοσμούν το εξώφυλλο αλλά και τις σελίδες του τρίμηνου τεύχους. Ο
ζωγράφος μιλά για το έργο του στον δημοσιογράφο Γιώργη Μυλωνά,
αναφέρεται στο πως ξεκίνησε η σχέση του με τη ζωγραφική, εκθέτει απόψεις
του σχετικά με την τέχνη του και γενικότερα μιλά για θέματα τέχνης.
Στίχοι στο καβαλέτο
αφιέρωμα στο Νίκο Οικονομίδη
«Σε κάποιαν από τις τόσο συμπαθείς περιφερειακές αίθουσες εκθέσεων, στην "Χρυσόθεμι" του Χαλανδρίου, εγνώρισα με αληθινή ευχαρίστηση την εργασία ενός νέου ζωγράφου, του Νίκου Οικονομίδη. Μια πρώτη εμφάνιση που εντυπωσιάζει με τόσην ωριμότητα και τέτοια πειθαρχία στο σχέδιο και, κυριότατα, στο χρώμα. Πού ήταν κρυμμένος τόσα χρόνια ένας τόσο προικισμένος ζωγράφος, απορώ. Ωστόσο, τα έργα που παρουσίασε μας αποζημιώνουν: πίνακες δομημένοι με αυστηρότητα ταλέντου, με μια υψηλή, αρμονικά εκφρασμένη αίσθηση δομής, όπου λειτουργεί μια ματιά χρωματικά σεμνή, ματιά θεμελιακά κυβιστική.
[…] Εργοστάσια, πολυκατοικίες, σώριασμα οικοδομών με σίδερα, κεραίες της τηλεόρασης, θρίαμβο του τσιμέντου, ναυπηγεία με την υγρή τους λαμπερότητα, - ένας κόσμος αφιλόξενος, ακατοίκητος, που σου σφίγγει την καρδιά. Κάτω από ένα φως μεσογειακής ευκρίνειας και με τόνους χρωματικούς εξαιρετικής ευγένειας, το σύμπαν του Οικονομίδη μας στέλνει ένα σκληρό μήνυμα βουβαμάρας - έστω κι αν σ' όλα του τα έργα επισημαίνουμε τα ίχνη του ανθρώπου, την εργασία του και το πέρασμά του. Η δουλειά του ζωγράφου είναι γεμάτη ψυχή και στοχαστικότητα που υπηρετούνται από το σταθερό του χέρι, την σίγουρη πινελιά του και μια κατάδηλη μελαγχολία που περπατεί στα γαλάζια του χρώματα, στους φουσκωμένους, μετακυβιστικούς ουρανούς του, σ' αυτόν τον μέγα και μικρό κόσμο, όπου το μίνιο του μεγάλου πίνακα "Ναυπηγεία" δεσπόζει σαν ανοιχτή πληγή. Σημειώστε τ' όνομα του Οικονομίδη. Η πορεία του θα είναι ανοδική, χωρίς ταλαντεύσεις».
Έτσι έγραφε το Μάιο του ’88 ο Κώστας Τσιρόπουλος σ’ ένα από τα τεχνοκριτικά του σημειώματα, στο τεύχος 197 της «Ευθύνης». Σήμερα, η Νέα Ευθύνη στρέφει το βλέμμα της πάλι στο Νίκο Οικονομίδη, αυτήν τη φορά, όχι στο ξεκίνημά του, αλλά σε μια γόνιμη, όπως τη διέβλεψε ο Κ. Τσιρόπουλος πορεία στα εικαστικά μας πράγματα.
Όλα αυτά ήταν τουλάχιστον ενθαρρυντικά για ένα νέο ζωγράφο. Η πρώτη μου έκθεση αφορούσε, κυρίως, παλιά εργοστάσια, τοπία αστικά, που τα είχα ονομάσει «τοπία της πόλης». Θυμάμαι τον εαυτό μου ν’ ανεβαίνει στα Τουρκοβούνια να χάνεται με τις ώρες παρατηρώντας την Πετρούπολη με τις πρώτες πολυκατοικίες, το νέφος, και στο βάθος την Πάρνηθα. Τώρα το αστικό τοπίο έχει «μεγαλώσει» μαζί μου, δεν την βλέπεις την Πεντέλη πια, όπως έχει χτιστεί. Εξακολουθούν, όμως, να με γοητεύουν τα παλιά, φθαρμένα βιομηχανικά κτίσματα, ιδίως όταν πηγαίνω στο Λαύριο. Η πατίνα του χρόνου με συγκινεί γι’ αυτό και το βλέμμα μου «κυνηγά» τα παλιά σπίτια. Ας πούμε, το Χαλάνδρι όπου έχω το εργαστήρι μου, παρά την απίστευτη οικιστική ανάπτυξη που σήκωσε τα περασμένα χρόνια, κρύβει απίστευτα παλιά αρχοντικά, εξοχικά της παλιάς Αθήνας. Κάποια από αυτά τα έχω σώσει κι εγώ στη ζωγραφική μου.
Στίχοι στο καβαλέτο
αφιέρωμα στο Νίκο Οικονομίδη
«Σε κάποιαν από τις τόσο συμπαθείς περιφερειακές αίθουσες εκθέσεων, στην "Χρυσόθεμι" του Χαλανδρίου, εγνώρισα με αληθινή ευχαρίστηση την εργασία ενός νέου ζωγράφου, του Νίκου Οικονομίδη. Μια πρώτη εμφάνιση που εντυπωσιάζει με τόσην ωριμότητα και τέτοια πειθαρχία στο σχέδιο και, κυριότατα, στο χρώμα. Πού ήταν κρυμμένος τόσα χρόνια ένας τόσο προικισμένος ζωγράφος, απορώ. Ωστόσο, τα έργα που παρουσίασε μας αποζημιώνουν: πίνακες δομημένοι με αυστηρότητα ταλέντου, με μια υψηλή, αρμονικά εκφρασμένη αίσθηση δομής, όπου λειτουργεί μια ματιά χρωματικά σεμνή, ματιά θεμελιακά κυβιστική.
[…] Εργοστάσια, πολυκατοικίες, σώριασμα οικοδομών με σίδερα, κεραίες της τηλεόρασης, θρίαμβο του τσιμέντου, ναυπηγεία με την υγρή τους λαμπερότητα, - ένας κόσμος αφιλόξενος, ακατοίκητος, που σου σφίγγει την καρδιά. Κάτω από ένα φως μεσογειακής ευκρίνειας και με τόνους χρωματικούς εξαιρετικής ευγένειας, το σύμπαν του Οικονομίδη μας στέλνει ένα σκληρό μήνυμα βουβαμάρας - έστω κι αν σ' όλα του τα έργα επισημαίνουμε τα ίχνη του ανθρώπου, την εργασία του και το πέρασμά του. Η δουλειά του ζωγράφου είναι γεμάτη ψυχή και στοχαστικότητα που υπηρετούνται από το σταθερό του χέρι, την σίγουρη πινελιά του και μια κατάδηλη μελαγχολία που περπατεί στα γαλάζια του χρώματα, στους φουσκωμένους, μετακυβιστικούς ουρανούς του, σ' αυτόν τον μέγα και μικρό κόσμο, όπου το μίνιο του μεγάλου πίνακα "Ναυπηγεία" δεσπόζει σαν ανοιχτή πληγή. Σημειώστε τ' όνομα του Οικονομίδη. Η πορεία του θα είναι ανοδική, χωρίς ταλαντεύσεις».
Έτσι έγραφε το Μάιο του ’88 ο Κώστας Τσιρόπουλος σ’ ένα από τα τεχνοκριτικά του σημειώματα, στο τεύχος 197 της «Ευθύνης». Σήμερα, η Νέα Ευθύνη στρέφει το βλέμμα της πάλι στο Νίκο Οικονομίδη, αυτήν τη φορά, όχι στο ξεκίνημά του, αλλά σε μια γόνιμη, όπως τη διέβλεψε ο Κ. Τσιρόπουλος πορεία στα εικαστικά μας πράγματα.
Όλα αυτά ήταν τουλάχιστον ενθαρρυντικά για ένα νέο ζωγράφο. Η πρώτη μου έκθεση αφορούσε, κυρίως, παλιά εργοστάσια, τοπία αστικά, που τα είχα ονομάσει «τοπία της πόλης». Θυμάμαι τον εαυτό μου ν’ ανεβαίνει στα Τουρκοβούνια να χάνεται με τις ώρες παρατηρώντας την Πετρούπολη με τις πρώτες πολυκατοικίες, το νέφος, και στο βάθος την Πάρνηθα. Τώρα το αστικό τοπίο έχει «μεγαλώσει» μαζί μου, δεν την βλέπεις την Πεντέλη πια, όπως έχει χτιστεί. Εξακολουθούν, όμως, να με γοητεύουν τα παλιά, φθαρμένα βιομηχανικά κτίσματα, ιδίως όταν πηγαίνω στο Λαύριο. Η πατίνα του χρόνου με συγκινεί γι’ αυτό και το βλέμμα μου «κυνηγά» τα παλιά σπίτια. Ας πούμε, το Χαλάνδρι όπου έχω το εργαστήρι μου, παρά την απίστευτη οικιστική ανάπτυξη που σήκωσε τα περασμένα χρόνια, κρύβει απίστευτα παλιά αρχοντικά, εξοχικά της παλιάς Αθήνας. Κάποια από αυτά τα έχω σώσει κι εγώ στη ζωγραφική μου.
Άγιον Όρος - Μονή Φιλοθέου
Από
το ξεκίνημα έως σήμερα η μετακυβιστική αντίληψη του τοπίου διαπερνά τη
δουλειά του Οικονομίδη και μάλιστα κυριαρχεί και στη ματιά του για τα
ανθρώπινα όντα. «Άνθρωποι που συχνά φέρονται εγκλωβισμένοι σε κουτιά –
φυλακές που οι ίδιοι δημιούργησαν» επισημαίνει η Σάλλυ Μπέικερ, με
αφορμή την έκθεση που παρουσίασε ο καλλιτέχνης στο Μπρίστολ, πόλη όπου
θήτευσε καλλιτεχνικά και πήρε τις βάσεις για να συνεχίσει στο φημισμένο
Slade School of Fine Arts στο Λονδίνο.
Πρωτοζωγράφισα στην ηλικία των 13 χρόνων περίπου, όταν μια ξαδέλφη μου έφερε ένα βιβλίο για τον Βαν Γκογκ. Αυτό το δώρο μου άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή… «τρελάθηκα» με τον άνθρωπο κι αυτήν τη ζωγραφική, μια ένταση πρωτόγνωρη που δεν μπορούσε παρά να είναι έκφραση μιας γνήσιας ζωής. Έτσι, μέσα σε λίγο καιρό, είπα «θα γίνω ζωγράφος». Κι ενώ ήμουν – αυτό που λέμε – «καλός μαθητής», στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου τότε, έμενα μετεξεταστέος, γιατί το μόνο που με απασχολούσε ήταν η ζωγραφική. Στη χούντα τα πράγματα ήταν περίεργα, πολύ καταπιεστικά, γι’ αυτό και σηκώθηκα κι έφυγα. Στην αρχή πήγα στη Γαλλία, αλλά είχα θέμα με τη γλώσσα και τους Γάλλους. Κι εκεί τα πράγματα ήταν άγρια, μόλις δύο χρόνια μετά το Μάη του ’68. Έτσι, πήγα στο Μπρίστολ αρχικά και μετά στο Slade (σχολή Καλών Τεχνών του UCL), που θεωρείτο και ήταν μία από τις πρώτες σχολές στην Αγγλία. Πέρασαν 8 μήνες για να ξεκινήσουμε να κάνουμε σχέδιο και τα άλλα παιδιά δεν ήξεραν καν να σχεδιάσουν. Ήταν η εποχή του αφηρημένου βλέπεις, που σ’ εμάς ήρθε πολύ μετά. Και τώρα, όμως, πιστεύω πως το σχέδιο είναι το αλφαβητάρι του ζωγράφου. Αν δεν ξέρεις να κάνεις σχέδιο, τότε δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.
Πρωτοζωγράφισα στην ηλικία των 13 χρόνων περίπου, όταν μια ξαδέλφη μου έφερε ένα βιβλίο για τον Βαν Γκογκ. Αυτό το δώρο μου άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή… «τρελάθηκα» με τον άνθρωπο κι αυτήν τη ζωγραφική, μια ένταση πρωτόγνωρη που δεν μπορούσε παρά να είναι έκφραση μιας γνήσιας ζωής. Έτσι, μέσα σε λίγο καιρό, είπα «θα γίνω ζωγράφος». Κι ενώ ήμουν – αυτό που λέμε – «καλός μαθητής», στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου τότε, έμενα μετεξεταστέος, γιατί το μόνο που με απασχολούσε ήταν η ζωγραφική. Στη χούντα τα πράγματα ήταν περίεργα, πολύ καταπιεστικά, γι’ αυτό και σηκώθηκα κι έφυγα. Στην αρχή πήγα στη Γαλλία, αλλά είχα θέμα με τη γλώσσα και τους Γάλλους. Κι εκεί τα πράγματα ήταν άγρια, μόλις δύο χρόνια μετά το Μάη του ’68. Έτσι, πήγα στο Μπρίστολ αρχικά και μετά στο Slade (σχολή Καλών Τεχνών του UCL), που θεωρείτο και ήταν μία από τις πρώτες σχολές στην Αγγλία. Πέρασαν 8 μήνες για να ξεκινήσουμε να κάνουμε σχέδιο και τα άλλα παιδιά δεν ήξεραν καν να σχεδιάσουν. Ήταν η εποχή του αφηρημένου βλέπεις, που σ’ εμάς ήρθε πολύ μετά. Και τώρα, όμως, πιστεύω πως το σχέδιο είναι το αλφαβητάρι του ζωγράφου. Αν δεν ξέρεις να κάνεις σχέδιο, τότε δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.
Μπλε σιωπή
Η
επιστροφή στην πατρίδα για τον καλλιτέχνη σηματοδοτεί την
αποφασιστικότητά του να συνομιλήσει με την «ελληνική αντίληψη» για το
τοπίο. Η αρχιτεκτονική διάταξη του θέματος, της σύνθεσης και της
οργάνωσης του τοπίου μέσα στον ζωγραφικό χώρο της επιφάνειας, συνιστούν
κεντρικό ζητούμενο, αλλά με σύμβολα αναγνωρίσιμα, οικεία στο ελληνικό
κοινό, όπως χάρτινα καραβάκια και γνώριμα θαλασσινά τοπία. Αντίστοιχα,
το ανθρώπινο στοιχείο ακολουθεί τη λογική του κυβισμού, αλλά με μια
εμφανή αντίθεση: σε σχέση με τα χρώματα της πόλης, όπου είναι μουντά και
σκούρα, τα πρόσωπα του Οικονομίδη και ο περιβάλλων χώρος τους είναι πιο
έντονα χρωματικά, υποδηλώνοντας τον αλληλοσυγκρουόμενο κόσμο τους. Ο
ίδιος κάνει λόγο για «θυμωμένους ανθρώπους σε “θυμωμένες” πόλεις» και
ομολογεί ότι ζωγραφίζει μορφές, με πρόθεση να βγάλει στην επιφάνεια τις
ψυχικές τους καταστάσεις, να καταθέσει την εσωτερική τους διαδρομή.
Από το 2000 και για μία δεκαετία ο ζωγράφος επιχείρησε να «σαρκώσει» ζωγραφικά αγαπημένους στίχους από σύγχρονους έλληνες ποιητές. Σε μια παραγωγή 200 περίπου έργων, ο Οικονομίδης εξομολογείται πως ήταν ένα προσωπικό στοίχημα, «το να βγάλω δηλαδή μέσα από ποιητές, σχήματα, χρώματα».
Δε νομίζω ότι εικονογραφώ, πιο σωστά θα έλεγα αποδίδω. Ο τρόπος μου να προσεγγίζω κάποια ποιήματα είναι να τα «εικαστικοποιώ», ας επιτραπεί ο όρος. Αυτό είναι κάτι που έκανα φυσικά, δε βγήκε στην πορεία. Παλιότερα είχα ξεκινήσει με τον Ελύτη, τον Παναγιωτόπουλο, τον Καββαδία και με διάφορους άλλους, αλλά τελικά κατέληξα με μια ενότητα εννέα ποιητών: τον Μάνο Ελευθερίου τον γνώριζα από παλιά. Ο σύνδεσμός μου ήταν ο Κοντός που τον γνώρισα γύρω στο ’99∙ κατόπιν, ο Γιάννης μού γνώρισε όλους τους άλλους: Βαρβέρης, Δαββέτας, Κουτσούνης, Μαρκόπουλος, Νιάρχος, Πασχάλης και Φωστιέρης.
Ο Νίκος Οικονομίδης επέλεξε ποιητές της αρεσκείας του, ποιητές της καρδιάς του, που κάτι εσώτερο, βιωματικό ή συναισθηματικό, τον συνδέει μαζί τους.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι συν-εργάστηκα με τους ποιητές. Τους εξήγησα αρχικά την πρόθεσή μου, αλλά δεν έμεινα σε αυτό. Μιλούσα μαζί τους προσπαθώντας να δω και ν’ αποτυπώσω το δικό τους βλέμμα. Οπότε, μιλούσαμε για ποιητές, για χρώματα και για ζωγράφους που αγαπούσαν, γιατί οι περισσότεροι έχουν σχέση με την ζωγραφική και μάλιστα έχουν γράψει, όχι μόνο ποιήματα, αλλά κριτικά δοκίμια και μεταφράσεις. Ειδικά ο Κοντός είχε λαμπρά κριτικά σημειώματα και του οφείλουμε πολλά και σε αυτό. Οι κουβέντες μας είχαν τη μορφή κανονικών συνεντεύξεων, αλλά και όταν βγαίναμε ακόμη, έμπαινα στον πειρασμό και ρωτούσα κι άλλα πράγματα, ψάχνοντας για το πώς γράφουνε ή πότε γράφουνε. Απ’ αυτήν την άποψη θεωρώ τον εαυτό μου «προνομιούχο», γιατί έχω κάνει πορτρέτα μέσα στον προσωπικό τους χώρο, στο δικό τους «εργαστήρι». Ξεχώρισα του Πασχάλη, ένα υπόγειο στο σπίτι του στο Ψυχικό. Κι αυτό γιατί έχει πλακάκια κι εμένα μ’ αρέσει πολύ αυτό το στοιχείο, το χρησιμοποιώ κατεξοχήν στο έργο μου κι είναι ένα «σύμβολο» που με χαρακτηρίζει. Ο Νιάρχος κρατά ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, ενώ ο Βαρβέρης έχει δικό του γραφείο. Αντίστοιχα, ο Γιώργος Μαρκόπουλος γράφει, κυρίως, στο κρεβάτι του, παίρνοντας ένα τραπεζάκι. Ένα σύμπαν από απίστευτα αντικείμενα είναι το σπίτι του Κοντού, χανόσουν κυριολεκτικά σε παλιά παιχνίδια, παλιές του μνήμες. Στην πορεία, ήθελα να κάνω μία έκθεση με τους ίδιους μέσα στο χώρο τους, αλλά μας πρόλαβαν τα «δύσκολα» χρόνια…
Από το 2000 και για μία δεκαετία ο ζωγράφος επιχείρησε να «σαρκώσει» ζωγραφικά αγαπημένους στίχους από σύγχρονους έλληνες ποιητές. Σε μια παραγωγή 200 περίπου έργων, ο Οικονομίδης εξομολογείται πως ήταν ένα προσωπικό στοίχημα, «το να βγάλω δηλαδή μέσα από ποιητές, σχήματα, χρώματα».
Δε νομίζω ότι εικονογραφώ, πιο σωστά θα έλεγα αποδίδω. Ο τρόπος μου να προσεγγίζω κάποια ποιήματα είναι να τα «εικαστικοποιώ», ας επιτραπεί ο όρος. Αυτό είναι κάτι που έκανα φυσικά, δε βγήκε στην πορεία. Παλιότερα είχα ξεκινήσει με τον Ελύτη, τον Παναγιωτόπουλο, τον Καββαδία και με διάφορους άλλους, αλλά τελικά κατέληξα με μια ενότητα εννέα ποιητών: τον Μάνο Ελευθερίου τον γνώριζα από παλιά. Ο σύνδεσμός μου ήταν ο Κοντός που τον γνώρισα γύρω στο ’99∙ κατόπιν, ο Γιάννης μού γνώρισε όλους τους άλλους: Βαρβέρης, Δαββέτας, Κουτσούνης, Μαρκόπουλος, Νιάρχος, Πασχάλης και Φωστιέρης.
Ο Νίκος Οικονομίδης επέλεξε ποιητές της αρεσκείας του, ποιητές της καρδιάς του, που κάτι εσώτερο, βιωματικό ή συναισθηματικό, τον συνδέει μαζί τους.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι συν-εργάστηκα με τους ποιητές. Τους εξήγησα αρχικά την πρόθεσή μου, αλλά δεν έμεινα σε αυτό. Μιλούσα μαζί τους προσπαθώντας να δω και ν’ αποτυπώσω το δικό τους βλέμμα. Οπότε, μιλούσαμε για ποιητές, για χρώματα και για ζωγράφους που αγαπούσαν, γιατί οι περισσότεροι έχουν σχέση με την ζωγραφική και μάλιστα έχουν γράψει, όχι μόνο ποιήματα, αλλά κριτικά δοκίμια και μεταφράσεις. Ειδικά ο Κοντός είχε λαμπρά κριτικά σημειώματα και του οφείλουμε πολλά και σε αυτό. Οι κουβέντες μας είχαν τη μορφή κανονικών συνεντεύξεων, αλλά και όταν βγαίναμε ακόμη, έμπαινα στον πειρασμό και ρωτούσα κι άλλα πράγματα, ψάχνοντας για το πώς γράφουνε ή πότε γράφουνε. Απ’ αυτήν την άποψη θεωρώ τον εαυτό μου «προνομιούχο», γιατί έχω κάνει πορτρέτα μέσα στον προσωπικό τους χώρο, στο δικό τους «εργαστήρι». Ξεχώρισα του Πασχάλη, ένα υπόγειο στο σπίτι του στο Ψυχικό. Κι αυτό γιατί έχει πλακάκια κι εμένα μ’ αρέσει πολύ αυτό το στοιχείο, το χρησιμοποιώ κατεξοχήν στο έργο μου κι είναι ένα «σύμβολο» που με χαρακτηρίζει. Ο Νιάρχος κρατά ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, ενώ ο Βαρβέρης έχει δικό του γραφείο. Αντίστοιχα, ο Γιώργος Μαρκόπουλος γράφει, κυρίως, στο κρεβάτι του, παίρνοντας ένα τραπεζάκι. Ένα σύμπαν από απίστευτα αντικείμενα είναι το σπίτι του Κοντού, χανόσουν κυριολεκτικά σε παλιά παιχνίδια, παλιές του μνήμες. Στην πορεία, ήθελα να κάνω μία έκθεση με τους ίδιους μέσα στο χώρο τους, αλλά μας πρόλαβαν τα «δύσκολα» χρόνια…
Συζυγική ζωή
Η
απεικόνιση ξεχωρίζει για τον ιστορικό χαρακτήρα της, αφού αποδίδει τους
ίδιους τους ποιητές και τα σύμβολά τους. Όμως η αξία της σειράς δεν
έγκειται απλώς στην καταγραφή μιας γενιάς ποιητών.
Πολλά στοιχεία της δουλειάς μου ή, καλύτερα, φάσεις όπως τοπία αστικά, εσωτερικά εργαστηρίου και εσωτερικά σπιτιών, αντικείμενα όπως νεκρές φύσεις και άνθρωποι, ενσωματώνονται μέσα σε αυτή τη δουλειά ακόμη πιο αφαιρετικά. Μέσα στα ποιήματα δηλαδή έβλεπα κομμάτια της δουλειά μου, οι στίχοι «έδεναν» με το έργο μου. Βέβαια, βγήκαν και αρκετά έργα εντελώς αφαιρετικά, «αυθαίρετα» Γι’ αυτό είπα ότι είναι «εικαστικοποίηση», για να το πούμε αλλιώς, είναι μια μεταγραφή. Υπάρχουν σύμβολα αναγνωρίσιμα από το έργο των ποιητών, αλλά είναι καμωμένα δίπλα σε δικά μου σύμβολα, δικούς μου ζωγραφικούς κώδικες. Για παράδειγμα, το «παιδικό» καραβάκι, που συζητήθηκε πολύ με τους Ολυμπιακούς, εγώ είχα αρχίσει να το χρησιμοποιώ στο έργο μου από το ’92, κι είναι μια παρόμοια ζωγραφική «εμμονή», όπως το μαυρόασπρο τετράγωνο στο δάπεδο, στο σκάκι, κ.α. Αυτό το «κουβαλώ» από παιδί, μάλλον ανάμνηση από το πατρικό μου σπίτι στο Φάληρο. Γι’ αυτό και πολλά στοιχεία ενός έργου δεν είναι μέσα στο κλίμα του ποιήματος, αλλά ενταγμένα στο δικό μου, προσωπικό σύμπαν. Σε αρκετά μάλιστα, έχω ξεφύγει τόσο που συνθέτουν ένα όλως «άλλο» έργο. Μπορεί οι τέχνες να πλησιάζουν η μία την άλλη, αλλά καθεμιά έχει τη δική της έκφραση. Λόγουχάρη, όπως όταν στη μουσική μελοποιούμε ένα ποίημα, το μουσικό κομμάτι έχει «κάτι» που είναι δικό του, έτσι και η εικαστική μεταγραφή διατηρεί την αυτονομία της.
Πριν από μερικά χρόνια αποτύπωσε το πάθος του για την ομάδα της Α.Ε.Κ. σε μια σειρά από έργα, που υμνούν τον κόσμο της προσφυγιάς.
Στη συνείδηση όλων εμάς που κουβαλάμε μνήμες από τους πατεράδες μας, η ΑΕΚ δεν είναι μόνο μια αθλητική ομάδα. Ειδικά τώρα, που επανέρχεται το δράμα της προσφυγιάς, όσοι έχουμε ρίζες από την Πόλη και την Μικρασία τό χουμε ζήσει στο πετσί μας. Δεν είναι από τα πράγματα που συζητάμε στη σύγχρονη ιστορία μας, αλλά τότε αυτούς τους ανθρώπους τους έλεγαν «τουρκόσπορους» και χρειάστηκαν πολλά χρόνια μόχθου, προκειμένου να ενταχθούν ισότιμα στην ελληνική κοινωνία. Δυστυχώς, η ιστορία επαναλαμβάνεται! Κι ένα από τα πράγματα που μετανιώνω είναι που δεν πήγα στην Πόλη όσο ζούσε ο πατέρας μου. Την επισκέφθηκα αργότερα, και προσπάθησα να αναβιώσω όσα άκουγα από αυτόν και την αδελφή του που ζούσε κοντά μας. Γι’ αυτό και αγαπώ την ΑΕΚ, γιατί έχω ακόμη ζωντανή την ανάμνηση: 5 χρονών πιτσιρικάς μέσα στο γήπεδο, πιασμένος από το χέρι του πατέρα μου. Με τίμησαν μάλιστα από την ομάδα άνθρωποι, που μικρός τους έβλεπα «γίγαντες», είχαν δηλαδή μια συμβολική αξία και ήταν για μένα τα χρόνια της νιότης μου.
Πολλά στοιχεία της δουλειάς μου ή, καλύτερα, φάσεις όπως τοπία αστικά, εσωτερικά εργαστηρίου και εσωτερικά σπιτιών, αντικείμενα όπως νεκρές φύσεις και άνθρωποι, ενσωματώνονται μέσα σε αυτή τη δουλειά ακόμη πιο αφαιρετικά. Μέσα στα ποιήματα δηλαδή έβλεπα κομμάτια της δουλειά μου, οι στίχοι «έδεναν» με το έργο μου. Βέβαια, βγήκαν και αρκετά έργα εντελώς αφαιρετικά, «αυθαίρετα» Γι’ αυτό είπα ότι είναι «εικαστικοποίηση», για να το πούμε αλλιώς, είναι μια μεταγραφή. Υπάρχουν σύμβολα αναγνωρίσιμα από το έργο των ποιητών, αλλά είναι καμωμένα δίπλα σε δικά μου σύμβολα, δικούς μου ζωγραφικούς κώδικες. Για παράδειγμα, το «παιδικό» καραβάκι, που συζητήθηκε πολύ με τους Ολυμπιακούς, εγώ είχα αρχίσει να το χρησιμοποιώ στο έργο μου από το ’92, κι είναι μια παρόμοια ζωγραφική «εμμονή», όπως το μαυρόασπρο τετράγωνο στο δάπεδο, στο σκάκι, κ.α. Αυτό το «κουβαλώ» από παιδί, μάλλον ανάμνηση από το πατρικό μου σπίτι στο Φάληρο. Γι’ αυτό και πολλά στοιχεία ενός έργου δεν είναι μέσα στο κλίμα του ποιήματος, αλλά ενταγμένα στο δικό μου, προσωπικό σύμπαν. Σε αρκετά μάλιστα, έχω ξεφύγει τόσο που συνθέτουν ένα όλως «άλλο» έργο. Μπορεί οι τέχνες να πλησιάζουν η μία την άλλη, αλλά καθεμιά έχει τη δική της έκφραση. Λόγουχάρη, όπως όταν στη μουσική μελοποιούμε ένα ποίημα, το μουσικό κομμάτι έχει «κάτι» που είναι δικό του, έτσι και η εικαστική μεταγραφή διατηρεί την αυτονομία της.
Πριν από μερικά χρόνια αποτύπωσε το πάθος του για την ομάδα της Α.Ε.Κ. σε μια σειρά από έργα, που υμνούν τον κόσμο της προσφυγιάς.
Στη συνείδηση όλων εμάς που κουβαλάμε μνήμες από τους πατεράδες μας, η ΑΕΚ δεν είναι μόνο μια αθλητική ομάδα. Ειδικά τώρα, που επανέρχεται το δράμα της προσφυγιάς, όσοι έχουμε ρίζες από την Πόλη και την Μικρασία τό χουμε ζήσει στο πετσί μας. Δεν είναι από τα πράγματα που συζητάμε στη σύγχρονη ιστορία μας, αλλά τότε αυτούς τους ανθρώπους τους έλεγαν «τουρκόσπορους» και χρειάστηκαν πολλά χρόνια μόχθου, προκειμένου να ενταχθούν ισότιμα στην ελληνική κοινωνία. Δυστυχώς, η ιστορία επαναλαμβάνεται! Κι ένα από τα πράγματα που μετανιώνω είναι που δεν πήγα στην Πόλη όσο ζούσε ο πατέρας μου. Την επισκέφθηκα αργότερα, και προσπάθησα να αναβιώσω όσα άκουγα από αυτόν και την αδελφή του που ζούσε κοντά μας. Γι’ αυτό και αγαπώ την ΑΕΚ, γιατί έχω ακόμη ζωντανή την ανάμνηση: 5 χρονών πιτσιρικάς μέσα στο γήπεδο, πιασμένος από το χέρι του πατέρα μου. Με τίμησαν μάλιστα από την ομάδα άνθρωποι, που μικρός τους έβλεπα «γίγαντες», είχαν δηλαδή μια συμβολική αξία και ήταν για μένα τα χρόνια της νιότης μου.
Βόσπορος - Πύργος Γαλατά
Τώρα,
στα χρόνια της κρίσης, ο Οικονομίδης έχει ανοίξει το εργαστήρι του σε
νέους «ποιητές», στα παιδιά που δίνουν χρώμα στα όνειρά τους και θέλουν
να γίνουν ζωγράφοι. Λάμπει το πρόσωπό του, όταν μιλά για τη νεότερη στα
χρόνια μαθήτριά του, ηλικίας μόλις 5,5 χρόνων.
Όταν πρωτοάρχισα να κάνω μαθήματα μες στην κρίση, ήθελα να βοηθήσω, να σταθώ σε κάποιους ανθρώπους με τις δυνάμεις μου, όπως μπορώ. Η ιδέα, λοιπόν, ήταν να παραδίδω δωρεάν μαθήματα σ’ ανέργους. Εδώ στο Χαλάνδρι το 2013, μαζευτήκανε αρχικά περίπου 100 άτομα. Έτσι, φτιάξαμε και δεύτερο τμήμα.
Χρησιμοποιούσα το παράδειγμα του Μοντριάν, όπου ξεκινώντας από το σχέδιο έφτανε στην απόλυτη αφαίρεση. Έτσι πιστεύω ότι αν κατακτήσεις το σχέδιο, μπορείς να φτάσεις στην τέχνη του Ρόθκο, του Μάλεβιτς, οτιδήποτε βάλεις με το νου σου. Εγώ δεν μπορώ ν’ αντέξω τα παιδιά που βγαίνουν από μια σχολή, κάνουν αφαίρεση κατευθείαν, χωρίς να έχουν σωστές βάσεις. Τα τελευταία, όμως, χρόνια, βλέπω πάλι το επίπεδο της Σχολής Καλών Τεχνών ν’ ανεβαίνει.
Πιστεύω ότι ο δάσκαλος είναι μεγάλη ιστορία, γιατί αυτό που έχεις να μάθεις αφορά, κυρίως, τεχνικά ζητήματα. Ό,τι άλλο έχεις, είναι μέσα σου. Ο Μόραλης, για παράδειγμα, ήταν μεγάλος δάσκαλος κι αυτό φαίνεται στο ότι δεν ήθελε να βγάλει «μοραλάκια». Κοντά του μάθαινες πράγματα, χωρίς να επιβάλλεται και να επικαλύπτει το όποιο ταλέντο στη δική του αυθεντία. Δεν ήταν δηλαδή αυθέντης των μαθητών του, όπως επιχείρησαν άλλοι δάσκαλοι. Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, γιατί κι ο δάσκαλος ασκεί εκ των πραγμάτων εξουσία, που σε παγιδεύει. Αυτό το καταλαβαίνω τώρα που διδάσκω και συχνά ξεφεύγει αυτό το «κάντο και λίγο έτσι», ώστε να πλησιάζει στο δικό μου βλέμμα, στο δικό μου ζωγραφικό τρόπο.
Σ’ όλη την κουβέντα μας, κυρίαρχη παρουσία είχε ο Γιάννης Κοντός, σα να μην έφυγε, σα να ήταν παρών, όχι μόνο στην σκέψη, αλλά και στα σχέδια ακόμη του ζωγράφου. Μια φράση του αγαπημένου ποιητή φανερώνει πολλά για την τέχνη του Οικονομίδη: «Στους περισσότερους πίνακές του υπάρχει το δάπεδο, με τα παλιά μπλε πλακάκια. Ένα σκάκι θανάτου. Όπου η ζωή και η Τέχνη ζητάει να κερδίσει το μερτικό της… Εκείνο όμως το πλακάκι (μία άσπρο, μία μαύρο, μία μπλε) σαν μόνιμο μοτίβο είναι μια μουσική που μας ακολουθεί και μας προσκαλεί σ’ ένα παιχνίδι που δεν τελειώνει ποτέ».
Νίκος Οικονομίδης
Πλατεία Αγίας Λαύρας 3Α, 152 32 Χαλάνδρι
e-mail: noikonomid@gmail.com
Ιστοσελίδα: www.nikosoikonomidis.com
Όταν πρωτοάρχισα να κάνω μαθήματα μες στην κρίση, ήθελα να βοηθήσω, να σταθώ σε κάποιους ανθρώπους με τις δυνάμεις μου, όπως μπορώ. Η ιδέα, λοιπόν, ήταν να παραδίδω δωρεάν μαθήματα σ’ ανέργους. Εδώ στο Χαλάνδρι το 2013, μαζευτήκανε αρχικά περίπου 100 άτομα. Έτσι, φτιάξαμε και δεύτερο τμήμα.
Χρησιμοποιούσα το παράδειγμα του Μοντριάν, όπου ξεκινώντας από το σχέδιο έφτανε στην απόλυτη αφαίρεση. Έτσι πιστεύω ότι αν κατακτήσεις το σχέδιο, μπορείς να φτάσεις στην τέχνη του Ρόθκο, του Μάλεβιτς, οτιδήποτε βάλεις με το νου σου. Εγώ δεν μπορώ ν’ αντέξω τα παιδιά που βγαίνουν από μια σχολή, κάνουν αφαίρεση κατευθείαν, χωρίς να έχουν σωστές βάσεις. Τα τελευταία, όμως, χρόνια, βλέπω πάλι το επίπεδο της Σχολής Καλών Τεχνών ν’ ανεβαίνει.
Πιστεύω ότι ο δάσκαλος είναι μεγάλη ιστορία, γιατί αυτό που έχεις να μάθεις αφορά, κυρίως, τεχνικά ζητήματα. Ό,τι άλλο έχεις, είναι μέσα σου. Ο Μόραλης, για παράδειγμα, ήταν μεγάλος δάσκαλος κι αυτό φαίνεται στο ότι δεν ήθελε να βγάλει «μοραλάκια». Κοντά του μάθαινες πράγματα, χωρίς να επιβάλλεται και να επικαλύπτει το όποιο ταλέντο στη δική του αυθεντία. Δεν ήταν δηλαδή αυθέντης των μαθητών του, όπως επιχείρησαν άλλοι δάσκαλοι. Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, γιατί κι ο δάσκαλος ασκεί εκ των πραγμάτων εξουσία, που σε παγιδεύει. Αυτό το καταλαβαίνω τώρα που διδάσκω και συχνά ξεφεύγει αυτό το «κάντο και λίγο έτσι», ώστε να πλησιάζει στο δικό μου βλέμμα, στο δικό μου ζωγραφικό τρόπο.
Σ’ όλη την κουβέντα μας, κυρίαρχη παρουσία είχε ο Γιάννης Κοντός, σα να μην έφυγε, σα να ήταν παρών, όχι μόνο στην σκέψη, αλλά και στα σχέδια ακόμη του ζωγράφου. Μια φράση του αγαπημένου ποιητή φανερώνει πολλά για την τέχνη του Οικονομίδη: «Στους περισσότερους πίνακές του υπάρχει το δάπεδο, με τα παλιά μπλε πλακάκια. Ένα σκάκι θανάτου. Όπου η ζωή και η Τέχνη ζητάει να κερδίσει το μερτικό της… Εκείνο όμως το πλακάκι (μία άσπρο, μία μαύρο, μία μπλε) σαν μόνιμο μοτίβο είναι μια μουσική που μας ακολουθεί και μας προσκαλεί σ’ ένα παιχνίδι που δεν τελειώνει ποτέ».
Νίκος Οικονομίδης
Πλατεία Αγίας Λαύρας 3Α, 152 32 Χαλάνδρι
e-mail: noikonomid@gmail.com
Ιστοσελίδα: www.nikosoikonomidis.com