Σελίδες

Για τη συναυλία του Morrissey στο Φάληρο

Live Review: Morrissey @ Tae Kwon Do Sports Arena, Φάληρο, 15/12/14 
γράφει ο

Πώς ορίζει κανείς ένα ροκ κοντσέρτο; Συνήθως ως ένα μουσικό γεγονός που χιλιάδες ιδρωμένα σώματα εκτονώνονται εκστασιασμένα υπό τους φρενήρεις ήχους μιας μπάντας που παίζει κατά κύριο λόγο για να ικανοποιήσει τους οπαδούς της.

Αν αυτό, λοιπόν, αποτελεί την πεπατημένη για ένα ροκ κοντσέρτο, τότε η συναυλία του Morrissey δεν είχε καμία σχέση με τον προαναφερθέντα ορισμό. Δεν αφορούσε τους περισσότερους από τους περίπου 5.000 που γέμισαν σχεδόν το Τάε Κβον Ντο και οι οποίοι περίμεναν ανυπόμονα να ακούσουν το Bigmouth Strikes Again ή το There Is a Light That Never Goes Out. Δεν αφορούσε ούτε τους φανατικούς οπαδούς των Smiths που ενδεχομένως ανάμεναν ένα νοσταλγικό ταξίδι στην σπαραχτική εφηβεία των 80s, ούτε καν όσους ακολουθούν πιστά τη solo καριέρα του και περίμεναν ίσως μια επανάληψη των πιο «εμπορικών» sets του 2002 ή του 2006.


Η συναυλία του Morrissey ήταν μια προσωπική εξομολόγηση με έντονη την οσμή του θανάτου. Ίσως του δικού του, καθώς κάποια από τα κομμάτια που παίχτηκαν φλερτάρουν με την ιδέα της θνητότητας (το υπέροχα εκτελεσμένο Asleep, το υποβλητικό και πένθιμα λυρικό Smiler With Knife, το One of Our Own) στη σκιά των αποκαλύψεων για τα προβλήματα της υγείας του, σίγουρα όμως των ζώων με το ανατριχιαστικό βίντεο να συνοδεύει τον χορτοφαγικό ύμνο Meat is Murder. Ήταν επίσης μια εμφατική δήλωση ότι στη σκηνή του Τάε Κβον Ντο βρέθηκε ένας άνθρωπος που δεν έπαιξε για κανέναν από τους παριστάμενους, αλλά μόνο για τον εαυτό του. Οι κινήσεις, το βλέμμα του, ο τρόπος που αντιμετώπιζε το κοινό, όλα μαρτυρούσαν τον καλλιτέχνη που επιδιώκει την κάθαρση μέσα από την τέχνη του, τον άνθρωπο που είχε ενδυθεί το ρόλο του μάρτυρα που η μοίρα του προδιαγράφεται τραγική (Remember me, but forget my fate γρύλισε λίγο πριν ξεκινήσει το ένα και μοναδικό encore με το How Soon is Now).




Το σετ ήταν αναμφίβολα μία από τις πιο «δύσκολες» (για το μέσο θεατή) σειρές τραγουδιών που έχουν παρουσιαστεί live από το Morrissey. Αν εξαιρέσει κανείς το ορμητικό ξεκίνημα με το The Queen is Dead που ακολουθήθηκε από το κλασικό Suedehead και το fan favourite Speedway και, φυσικά, το How Soon is Now που έκλεισε τη συναυλία, το μεγαλύτερο μέρος του setlist ήταν μια δύσβατη πρόκληση για τον μη μυημένο. 9 κομμάτια από τον καινούριο δίσκο (περιέργως ο Morrissey «ξέχασε» - άραγε για να μην προσβάλλει τα πατριωτικά μας συναισθήματα; – το Istanbul), κάποια σχετικά άγνωστα από την προηγούμενη solo δουλειά του (Trouble Loves Me, Yes, I Am Blind) με μερικές αχτίδες περισσότερο αναγνωρίσιμων στιγμών (Everyday is Like Sunday, I’m Throwing My Arms Around Paris, Asleep). Εκτός από το «Καλησπέρα» που απηύθυνε βγαίνοντας στη σκηνή και τα τυπικά «Efcharisto», ο Moz έκανε αναφορές στον τόπο διεξαγωγής της συναυλίας, λέγοντας μετά την εκτέλεση του Paris “I’m Throwing my Arms Around Athens” και αναφωνώντας με νόημα, αμέσως μετά το World Peace is Nοne of Your Business  “World – comma– Greece is None of Your Business”. Από τα καινούρια κομμάτια εκτιμώ ότι το Staircase At The University με τα λάτιν περάσματα και την παθιασμένη ερμηνεία του Morrissey, το αισθησιακά mainstream Kiss Me A Lot και η αθώα, σμιθσοειδής indie pop με τους δηλητηριώδεις στίχους του The Bullfighter Dies τράβηξαν το ενδιαφέρον.




Νομίζω ότι δεν πρόκειται να πω κάτι πρωτότυπο σημειώνοντας ότι ο Morrissey ως παρουσία ήταν επιβλητικός. Ένας μοναχικός γίγαντας με τόσο χάρισμα που θα αρκούσε για να «φωτίσει» καμιά εκατοστή από τις σημερινές indie μπάντες του συρμού. Η φωνή του ίσως καλύτερη από ποτέ, το βαρύτονό του διόλου επηρεασμένο από τα 55 του χρόνια, ή από τα όποια προβλήματα υγείας τον ταλανίζουν. Πάντως, επειδή κάποιοι ανησυχούσαν για το πώς θα τον δουν μετά από την ομολογία του για τη μάχη με τον καρκίνο, είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρο και ενθαρρυντικό ότι ο Moz έδειξε super fit και ήταν περισσότερο κινητικός ακόμη και από τις δύο συναυλίες στο Gagarin το 2002, όπου ήταν σε δαιμονιώδη φόρμα. Δεν μπορώ πάντως να είμαι εξίσου γενναιόδωρος με τη μπάντα του. Ο ήχος βέβαια δεν βοήθησε ιδιαίτερα, αλλά ό, τι καλό έχτιζε ο Boz Boorer και το παιδί-θαύμα Gustavo Manzur, φρόντιζε να το υπονομεύσει ο ανεκδιήγητος δεύτερος κιθαρίστας Jesse Tobias με τα αχρείαστα hardrock σολαρίσματα και η rhythm section δεν απέφυγε τα λάθη, φαντάζομαι διότι ο Mando Lopez, φρέσκος μπασίστας (γνωστός από τη θητεία του με τους Breeders) μετά την αποχώρηση του Solomon Walker ακόμη δεν ξέρει καλά τα κομμάτια.

Δεν θέλω να πω πολλά περισσότερα. Αντιλαμβάνομαι και κατανοώ την απογοήτευση κάποιων ανθρώπων που πήγαν στη συναυλία για να ακούσουν ένα Morrissey/Smiths greatest hits, κατανοώ επίσης πολλούς που θα ήθελαν ένα πιο ισορροπημένο, πιο «εύπεπτο» setlist. Όμως η αποψινή βραδιά ήταν καθαρά δική του. Ο Morrissey είπε στους χιλιάδες Αθηναίους «λάβετε, φάγετε, τούτη εστί η ψυχή μου». Πολλοί δεν αντέχουν το σκοτάδι, την ερήμωση, την απομόνωση, την ήσυχη απελπισία που κουβαλάει μέσα του, τα δυσπρόσιτα μονοπάτια στα οποία οδηγεί τον άμαθο ακροατή. Για εμάς, όμως που μεγαλώσαμε μαζί του, μια ακόμη εμπειρία με τον crooner της ζωής μας, το δικό μας Steven Patrick, ήταν ευλογία. Και το γεγονός ότι ακόμη και τώρα, μετά από 32 χρόνια καριέρας, ο Morrissey κατορθώνει να συγκινεί, να προκαλεί, να διχάζει, αυτό αρκεί για να πιστοποιήσει ότι και η αποψινή βραδιά θα περάσει στην ιστορία ως ένα ιδιαίτερο event για τα συναυλιακά χρονικά της χώρας. Όχι ίσως ως ένα επιτυχημένο κοντσέρτο με την τυπική έννοια του όρου, αλλά ως το απόλυτο δρώμενο με πρωταγωνιστή έναν από τους σημαντικότερους ερμηνευτές και ποιητές που έχει εμφανίσει η παγκόσμια τέχνη τις τελευταίες δεκαετίες.   




Κείμενο: Γιώργος Χριστόπουλος
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής