του Γιώργου Σταθάκη* - Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ
Το ελληνικό πρόγραμμα λιτότητας είχε τέσσερις άξονες. Ο πρώτος άξονας ήταν ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που προσέγγιζε το 15% του ΑΕΠ και τα 30 δισ. ευρώ εντός τεσσάρων χρόνων, το οποίο αποσκοπούσε στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων στο ύψος του 4,5% του ΑΕΠ έως το 2016. Βάσει των αρχικών σχεδιασμών, από τα 30 δισ. τα 20 δισ. θα προέκυπταν από περικοπές του προϋπολογισμού δημοσίων εξόδων και 10 δισ. θα αντλούνταν από την αύξηση της φορολογίας. Σήμερα ο προϋπολογισμός βρίσκεται ισοσκελισμένος στο ύψος περίπου των 70 δισ. ή στο 40% του ΑΕΠ με ένα μικρό πλεόνασμα.
Δεύτερος άξονας του προγράμματος ήταν η σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος μέσω της συγκρότησης ενός ειδικού ταμείου, του ΤΧΣ, ύψους 50 δισ. ευρώ, και την απορρόφηση των μικρότερων πιστωτικών ιδρυμάτων από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Το πρόγραμμα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών έχει επί του παρόντος απορροφήσει τα 39 δισ. από το αρχικό κεφάλαιο του ΤΧΣ.
Τρίτος άξονας ήταν το πρόγραμμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, δηλαδή η αποδιάρθρωση του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων, το άνοιγμα πολλών επαγγελμάτων και η απελευθέρωση σειράς κλάδων καθ' υπόδειξη του ΟΟΣΑ.
Τελευταίος άξονας του προγράμματος ήταν η προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και της αξιοποίησης, διά της εκποίησης του μεγαλύτερου μέρους, της δημόσιας περιουσίας.
Το πρόγραμμα απέτυχε παταγωδώς. Ήταν εξαρχής υπερβολικά εκτεταμένο και εμπροσθοβαρές για να μπορέσει η ελληνική οικονομία να απορροφήσει το σοκ της πολύ μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής. Το σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων ήταν εκτός πραγματικότητας καθώς τη δεκαετία του '90 η χώρα ήταν, μαζί με την Πορτογαλία, πρωταθλήτρια πανευρωπαϊκά στην προώθησή τους. Αντιστοίχως η αγορά εργασίας στην Ελλάδα ήταν ήδη ελαστικοποιημένη, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών, καθιστώντας την προτροπή για απορρύθμισή της άνευ περιεχομένου. Το άνοιγμα των επαγγελμάτων στην πραγματικότητα στοχοποιούσε κλάδους στους οποίους κυριαρχούσαν ΜμΕ θέτοντας ως στόχο τη συγκεντροποίησή τους.
Την ίδια στιγμή στη δημόσια διοίκηση δεν επιτυγχανόταν καμία σημαντική πρόοδος. Οι δυσλειτουργίες που προέκυπταν από την παρείσφρηση ιδιωτικών συμφερόντων στα κέντρα λήψης αποφάσεων παρέμεναν ανέπαφες και η δομή πλήθους κλάδων που ελέγχονταν από ολιγοπωλιακά συμφέροντα ουδέποτε θίχτηκε.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω; Το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, σε συνδυασμό με την κατάρρευση των μισθών, οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου ύφεση που επέτεινε το πρόβλημα του δημόσιου χρέους. Τα ποσοστά της ανεργίας απογειώθηκαν στο 28% την ώρα που κατρακυλούσαν οι μισθοί.
Η ολοκλήρωση του προγράμματος έχει αφήσει σήμερα τρία βασικά δυσεπίλυτα ζητήματα. Το δημοσιονομικό κενό, το οποίο εντείνεται από τους εντελώς ανεδαφικούς στόχους του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, τη συνεχιζόμενη ύφεση και, πλέον, και από τις τάσεις αποπληθωρισμού ολόκληρη την Ευρωζώνη. Το χρηματοδοτικό κενό, που προσεγγίζει τα 15 δισ. ευρώ, το οποίο μετριάζεται από το γεγονός ότι για την κάλυψή του μπορούν να χρησιμοποιηθούν χρήματα από το λιμνάζον κεφάλαιο του ΤΧΣ που δεν χρησιμοποιήθηκε για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Και, τέλος, η συνεχιζόμενη αστάθεια του τραπεζικού συστήματος, που διαιωνίζεται από τη διόγκωση του ιδιωτικού χρέους νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα έχει ένα φάσμα προτάσεων για την έξοδο από την ευρωπαϊκή κρίση δημόσιου χρέους. Κατά την επικείμενη επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα τεθεί εκ των πραγμάτων το ζήτημα της απομείωσης του δημόσιου χρέους της χώρας τουλάχιστον κατά 50% και η αποπληρωμή του εναπομείναντος τμήματός του με ρήτρα ανάπτυξης, καθώς η Ελλάδα είναι αδύνατο να πληρώνει 9 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο κάθε χρόνο ανεξάρτητα από την πορεία της οικονομίας της. Επιπλέον, θα τεθεί το ζήτημα της εξαίρεσης από τον συνυπολογισμό του συνολικού δημοσίου χρέους των κεφαλαίων που έχουν διατεθεί για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Τέλος, όπως φαίνεται και από τις πρόσφατες κινήσεις ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία είναι μέρος του συνολικού ζητήματος που αφορά και τις οικονομίες των άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Είναι λογικό, με τις τάσεις που επικρατούν σήμερα, να προστεθεί στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων που θα γίνουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η αγορά εθνικών ομολόγων ή ακόμη και η έκδοση ευρωομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η επίλυση της κρίσης δημόσιου χρέους είναι αναγκαία για την έξοδο των ευρωπαϊκών οικονομιών από την ύφεση. Μέχρι σήμερα η πολιτική της ΕΚΤ χαρακτηρίζεται από προφανείς ανεπάρκειες. Το σκεπτικό πίσω από την πρόσφατη εξαγορά εγγυημένων τίτλων του ιδιωτικού τομέα είναι ότι μέσα από τη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών δανεισμού είναι εφικτή η επανεκκίνηση των ευρωπαϊκών οικονομιών και η αντιμετώπιση των τάσεων αποπληθωρισμού.
Οι κινήσεις της ΕΚΤ, αν και απαραίτητες, σε συνδυασμό με τη διεθνή χρηματοοικονομική συγκυρία αντικειμενικά δημιουργούν τάσεις υποτίμησης του ευρώ. Η υποτίμηση του ευρώ όμως ενέχει την πιθανότητα αντιδράσεων από άλλες κεντρικές τράπεζες. Από έναν νέο «νομισματικό πόλεμο» που μπορεί να προκύψει από αυτές τις τάσεις δεν έχει να ωφεληθεί κανείς.
Ως εκ τούτου πρέπει τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης που ορθώς λαμβάνει η ΕΚΤ να ενταχθούν σε ένα συνολικό ευρωπαϊκό σχέδιο το οποίο να συνδυάζει ένα πρόγραμμα επενδύσεων και μια σημαντική απομείωση του δημόσιου χρέους των υπερχρεωμένων χωρών. Έτσι τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης θα βοηθήσουν τις οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών.
* Ο Γιώργος Σταθάκης μίλησε το Σάββατο 11 Οκτωβρίου σε συνέδριο με τίτλο «The Great Debates Conference» που διοργανώνεται από τη Merrill Lynch (Bank of America) παράλληλα με το ετήσιο συνέδριο του ΔΝΤ. Το τραπέζι στο οποίο τοποθετείται έχει ως θέμα «Euro Politics Cross-fire: a New Way Forward?» (Η ευρωπαϊκή πολιτική σε διασταυρούμενα πυρά: μια νέα πορεία προς τα εμπρός;).
Στο ίδιο πάνελ έχουν κληθεί να συμμετέχουν ο Nacho Alvarez, οικονομολόγος από το ισπανικό κόμμα Podemos, o επίτιμος καθηγητής Antonio Martino από το ιταλικό κόμμα Forza Italia και συντονιστής του τραπεζιού θα είναι ο Raffaella Tenconi, αναλυτής επί ευρωπαϊκών θεμάτων της Merrill Lynch.