Παραμονή Χριστουγέννων πήγα στην Βαρβάκειο αγορά να ψωνίσω κρέας. Έχω έναν κολλητό εκεί, τον Απόστολο, ο οποίος δουλεύει σκληρά και είναι υπομονετικός, χαμογελαστός και εξυπηρετικός με όλους τους πελάτες. Ένα θετικό άτομο.
Η στοά ήταν πλημμυρισμένη κόσμο. Πολύς ο κόσμος. Γυναίκες, άντρες, παππούδες και γιαγιάδες με τα εγγόνια τους κρατημένα σφιχτά για να μην χαθούν από το χέρι. Αφρικανοί, Ασιάτες, Πακιστανοί, Αλβανοί, Ρουμάνοι, Ρώσοι, Έλληνες. Απ' όλες της φυλές του καλού Θεού ήταν εκεί. Πραγματικός συρφετός. Πήρα ουρά και περίμενα πότε θα έρθει η σειρά μου να με εξυπηρετήσει το φιλαράκι μου.
Μπροστά μια κυρία – θα ήταν εβδομήντα ετών - μετρούσε νομίσματα να βγάλει το ποσό που χρειαζότανε για τον λίγο κιμά και το ένα κοτόπουλο που του έκοβε τον λαιμό ο κρεοπώλης - για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Κι ενώ υπομονετικά μέσα στην βαβούρα της στοάς περίμενα την σειρά μου, την άκουσα να μονολογεί κουνώντας το κεφάλι της πέρα δώθε. Να παραπονιέται συγκεκριμένα, όχι στον Απόστολο που αργούσε να ζυγίσει τον κιμά και το αποκεφαλισμένο κοτόπουλο, αλλά στον εαυτό της. «Να μην είμαι εδώ προχθές», έλεγε και ξανάλεγε, «που μοίραζαν λεφτά να πάρω την γαλοπούλα και τον λίγο παραπάνω κιμά που δεν μπορώ να αγοράσω ».
Την παρακολουθούσα με μεγάλη προσοχή. Ήταν πραγματικά πάρα πολύ λυπημένη. Μέτρησε τα κέρματά της τρείς φορές και αφού ήταν απόλυτα σίγουρη για το ποσό τα άφησε στην ανοιχτή παλάμη του Απόστολου. Όταν ήρθε η σειρά μου έδωσα την παραγγελία στον φίλο και τον ρώτησα τι έγινε προχθές. «Όπως τα άκουσες από την κυρία. Ήρθαν μερικές γυναίκες. Βγήκαν από μαύρα αυτοκίνητα με είκοσι χιλιάδες στο χέρι τα οποία τα διέθεσαν σε όσους έβλεπαν ότι δεν είχαν λεφτά για το εορταστικό τραπέζι. Οι ίδιες τους ρωτούσαν τι θα αγόραζαν αν είχανε τα λεφτά. Άλλοι έλεγαν γαλοπούλα, άλλοι γουρουνάκι, άλλοι κατσίκι. Ό,τι τους έλεγαν, εκείνες έδιναν την παραγγελία σε μας.Τα ζυγίζαμε, τα τυλίγαμε στο χαρτί και μας πλήρωναν τον λογαριασμό. Εκείνες πλήρωσαν. Δεν θυμάμαι να έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Δεν μας είπαν καν τα ονόματά τους. Όσοι τυχεροί φίλε, πρόλαβαν και πήραν δεν πίστευαν στην τύχη τους. Γέλασαν χειλάκια. Να είναι καλά αυτές οι γυναίκες γιατί το τι βλέπουμε εδώ αυτές τις μέρες είναι πραγματικά για κλάματα.»
toportal.gr
Η στοά ήταν πλημμυρισμένη κόσμο. Πολύς ο κόσμος. Γυναίκες, άντρες, παππούδες και γιαγιάδες με τα εγγόνια τους κρατημένα σφιχτά για να μην χαθούν από το χέρι. Αφρικανοί, Ασιάτες, Πακιστανοί, Αλβανοί, Ρουμάνοι, Ρώσοι, Έλληνες. Απ' όλες της φυλές του καλού Θεού ήταν εκεί. Πραγματικός συρφετός. Πήρα ουρά και περίμενα πότε θα έρθει η σειρά μου να με εξυπηρετήσει το φιλαράκι μου.
Μπροστά μια κυρία – θα ήταν εβδομήντα ετών - μετρούσε νομίσματα να βγάλει το ποσό που χρειαζότανε για τον λίγο κιμά και το ένα κοτόπουλο που του έκοβε τον λαιμό ο κρεοπώλης - για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Κι ενώ υπομονετικά μέσα στην βαβούρα της στοάς περίμενα την σειρά μου, την άκουσα να μονολογεί κουνώντας το κεφάλι της πέρα δώθε. Να παραπονιέται συγκεκριμένα, όχι στον Απόστολο που αργούσε να ζυγίσει τον κιμά και το αποκεφαλισμένο κοτόπουλο, αλλά στον εαυτό της. «Να μην είμαι εδώ προχθές», έλεγε και ξανάλεγε, «που μοίραζαν λεφτά να πάρω την γαλοπούλα και τον λίγο παραπάνω κιμά που δεν μπορώ να αγοράσω ».
Την παρακολουθούσα με μεγάλη προσοχή. Ήταν πραγματικά πάρα πολύ λυπημένη. Μέτρησε τα κέρματά της τρείς φορές και αφού ήταν απόλυτα σίγουρη για το ποσό τα άφησε στην ανοιχτή παλάμη του Απόστολου. Όταν ήρθε η σειρά μου έδωσα την παραγγελία στον φίλο και τον ρώτησα τι έγινε προχθές. «Όπως τα άκουσες από την κυρία. Ήρθαν μερικές γυναίκες. Βγήκαν από μαύρα αυτοκίνητα με είκοσι χιλιάδες στο χέρι τα οποία τα διέθεσαν σε όσους έβλεπαν ότι δεν είχαν λεφτά για το εορταστικό τραπέζι. Οι ίδιες τους ρωτούσαν τι θα αγόραζαν αν είχανε τα λεφτά. Άλλοι έλεγαν γαλοπούλα, άλλοι γουρουνάκι, άλλοι κατσίκι. Ό,τι τους έλεγαν, εκείνες έδιναν την παραγγελία σε μας.Τα ζυγίζαμε, τα τυλίγαμε στο χαρτί και μας πλήρωναν τον λογαριασμό. Εκείνες πλήρωσαν. Δεν θυμάμαι να έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Δεν μας είπαν καν τα ονόματά τους. Όσοι τυχεροί φίλε, πρόλαβαν και πήραν δεν πίστευαν στην τύχη τους. Γέλασαν χειλάκια. Να είναι καλά αυτές οι γυναίκες γιατί το τι βλέπουμε εδώ αυτές τις μέρες είναι πραγματικά για κλάματα.»
toportal.gr