Δεν
γνωρίζουμε αν ο Γιάννης Στουρνάρας το φιλοσοφούσε ανέκαθεν ή αν
προσφάτως του προέκυψε ως ανάγκη να προσθέσει κάτι εξεζητημένο στο
υπουργικό του look. Έτσι κι αλλιώς όμως η αναφορά του στον Αίσωπο («για
πάρα πολλά χρόνια ήμασταν τζίτζικες και τώρα είμαστε μέρμηγκες») μας
έβαλε στον πειρασμό να παραθέσουμε μια άλλη (νεοελληνική) εκδοχή αυτού
του μύθου.
Μια
φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, μες το καλοκαίρι και το λιοπύρι εκεί που ο
μέρμηγκας δούλευε σα…σκυλί για να μαζέψει τα απαραίτητα για το χειμώνα,
σκάει μύτη ο τζίτζικας με το τζιπ το ανοιχτό στην οροφή, τέρμα τη
μουσική, βερμούδα και αμάνικο, με δυο κορμιά …φωνάρες δεξιά και αριστερά
του.
«Ελα ρε καημένε που ξεροψήνεσαι, του φωνάζει, πάμε για καμία βουτιά στον Αστέρα, κανένα κλαμπάκι το βράδυ και αύριο μέρα είναι»
«είσαι με τα καλά σου ρε συ; Αν δε δουλέψω τώρα πως θα τη βγάλω το χειμώνα, έχω οικογένεια, έχω πιτσιρίκια να ταΐσω».
Όλο
το καλοκαίρι ο μέρμηγκας συνέχισε τη σκληρή δουλειά μαζεύοντας κόκκο-
κόκκο τις προμήθειες για το χειμώνα, αγνοώντας τις προ(σ)κλήσεις του
τζίτζικα που πέρναγε καθημερινά με τη τζιπάρα, τις μουσικές τα σέα του
και τα μέα του...
Θα ρθει ο χειμώνας και θα πεθάνει στην πείνα σκεπτόταν το εργατικό μυρμήγκι και έβαζε ακόμη μεγαλύτερη ενέργεια στη δουλειά του.
Και
ήρθε ο χειμώνας, βροχές κρύα χιόνια… και κάθεται στην άνεσή του ο
μέρμηγκας με το τζάκι του την οικογένεια τριγύρω και όλα τα (μετρημένα
με την εργασία του) καλά του κόσμου στη φωλιά του. Ήσυχος…
Μέχρι
που ακούσει μια κόρνα να χτυπά επίμονα έξω από την πόρτα του.
Σηκώνεται, ανοίγει και βλέπει με μια μικρή ανεπαίσθητη ζήλια τον τζίτζκα
στο τζιπ του, σκεπασμένο, με τα σκι στην οροφή, τις κορμάρες μες τα
γούνινα δεξιά και αριστερά του, με πούρο και χαμόγελο στο στόμα, να του
λέει
«Πάμε ρε σε Σαββατοκύριακο Αράχωβα, μια ζωή την έχουμε…»
Αποσβολωμένος
ο μέρμηγκας μαζεύεται φυσάει, ξεφυσάει, λέει από μέσα απ τα δόντια του
«μπα… δεν είμαι εγώ για τέτοια, θέλω να ξεκουραστώ, που να τρέχω τώρα».
Γυρνά
το εργατικό μυρμήγκι την πλάτη και πάλι στον πειρασμό, αλλά προχωρώντας
προς τη φωλιά του κάπως του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και γυρνώντας
προς τζίτζικα του λέει. «Στο καλό, καλή διασκέδαση, αλλά αν πάρει
πουθενά το μάτι σου τον Αίσωπο, να του πεις να πα να γ@μηθεί»...
... Αυτά κύριε Στουρνάρα μας…
Υγ.
Στην περίπτωσή μας οι μέρμηγκες είναι είτε στο δρόμο άνεργοι, είτε
εργαζόμενοι υπαμειβόμενοι, απλήρωτοι, συνταξιούχοι που δεν μπορούν να
πληρώσουν το ρεύμα τους, παρ ότι δούλεψαν σαν μερμήγκια για μια ζωή, Όσο
για τους τζίτζικες, οι Στουρνάρες τους ξέρουν μια χαρά αφού κάνουν τα
μπάνια τους και τα σκι τους παρέα, κι αν δεν κάνουν παρέα, άνετα μπορούν
να ρίξουν μια ματιά στις λίστες των φοροφυγάδων που κρύβουν στα
συρτάρια τους.