Σελίδες

Οι γερμανικές αλχημείες για εμφάνιση μειωμένης ανεργίας


Η "δημιουργική στατιστική" βοηθάει και την ...ανεργία

Η ανεργία στην Ευρώπη, εν καιρώ ειρήνης, έχει πάρει σουρεαλιστικές διαστάσεις. Στη Γερμανία όμως – και παρά την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης – το ποσοστό όσων δεν βρίσκουν εργασία βρίσκεται στο 6,5%, σημειώνοντας… χαμηλό ρεκόρ από την εποχή της επανένωσης. Θαύμα; Όχι δα. Ούτε «θαύμα» ούτε «μοντέλο» ούτε τίποτα. Τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας στη Γερμανία δεν είναι παρά μια ακόμη στατιστική «οφθαλμαπάτη», που στόχο έχει να προσφέρει νομιμοποίηση και κάλυψη σε μια εργασιακή ζούγκλα η οποία, αργά ή γρήγορα, θα μετατραπεί σε μπούμερανγκ για τους εμπνευστές της.
 
Στην πραγματικότητα, μέρα με τη μέρα χιλιάδες πολίτες προστίθενται στις τάξεις των νεο-εξαθλιωμένων, τους οποίους οι Γερμανοί καταφέρνουν (επιδεικνύοντας μεγαλύτερη φαντασία από τους υπόλοιπους, είναι αλήθεια) να βαπτίσουν «εργαζόμενους». Κλειδί για τη μεταμφίεση του καταδικασμένου σε ισόβια φτώχεια «θύματος» σε «ευέλικτο εργαζόμενο» (όπως τον αποκαλούν) είναι μια σειρά από… εργαλεία που θεσπίστηκαν κατά τη διάρκεια της άγριας απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, την οποία εισήγαγε όχι η Άνγκελα Μέρκελ, αλλά ο σοσιαλδημοκράτης προκάτοχός της Γκέρχαρντ Σρέντερ. Αξίζει να σταθούμε σε ένα από αυτά τα «εργαλεία», το οποίο έχει πάρει μορφή επιδημίας τα τελευταία τρία χρόνια στην «πρότυπη γερμανική οικονομία»: τα λεγόμενα «mini-jobs» ή αλλιώς «δουλειές του ποδαριού».

«Μικρές»… δουλειές

Πρόκειται για μια μορφή «μερικής απασχόλησης» αλά γερμανικά. Στην παραδοσιακή «μερική απασχόληση», ένας εργοδότης προσλαμβάνει έναν εργαζόμενο για λιγότερες ώρες από τις προβλεπόμενες στις συλλογικές συμβάσεις και είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει αντιστοίχως ανάλογα με τις τελευταίες μισθό και ασφαλιστικές εισφορές. Τα mini-jobs παραβλέπουν αυτήν την «αναλογία».

Θα πείτε, στη Γερμανία δεν υπάρχει εθνικός κατώτατος μισθός, υπάρχουν όμως κλαδικές συμβάσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο μέσος όρος κατώτατου ωρομισθίου κυμαίνεται ανάμεσα στα 6,53 ευρώ και τα 11,53 ευρώ. Στην περίπτωση των «μίνι-τζόμπερς» τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει. Τους προσλαμβάνουν με μοναδική υποχρέωση να τους δίνουν «κάτι» (πολύ λιγότερο από τον μέσο όρο του κατώτατου ημερομισθίου), για όσες ώρες τους χρειάζεται ο εργοδότης, ο οποίος καταβάλλει ένα «ελάχιστο» ασφαλιστικών εισφορών, πολύ χαμηλότερο από αυτό που θα έδινε εάν είχαν υπογράψει σύμβαση έστω μερικής απασχόλησης. Α ναι, υπάρχει μια… υποχρέωση για τον εργοδότη: ο μισθός τους να μην ξεπερνάει τα 400 ευρώ.

Το φαινόμενο της «περιθωριακής απασχόλησης» (όπως αποκαλείται από τους επικριτές της) φαίνεται να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, με τα «mini-jobs» να λειτουργούν ως παραμορφωτικός καθρέφτης ανάμεσα στην πραγματική κοινωνική κατάσταση και τη στατιστική απεικόνισή της... Τα τελευταία χρόνια της ευρωκρίσης οι Γερμανοί απασχολούμενοι σε mini-jobs έχουν ξεπεράσει τα 8 εκατομμύρια (σχεδόν ένας στους τέσσερις εργαζομένους), κατακλύζοντας τον ξενοδοχειακό και κατασκευαστικό κλάδο ενώ, όταν προστίθενται και όσοι εργάζονται σε άλλα καθεστώτα «ημι-δουλειάς», τότε το γερμανικό «μοντέλο» μετατρέπεται σε κοινωνικοοικονομικό ναρκοπέδιο.

Δουλοπαροικία

Πράγματι, οι Γερμανοί έχουν «τελειοποιήσει» τις μεθόδους εγκλωβισμού των εργαζομένων στη φτώχεια. Τα «μπλοκάκια» και οι συμβάσεις «ορισμένου χρόνου» πληθαίνουν ενώ ο αριθμός των ενοικιαζομένων ανέργων τα τελευταία εννέα χρόνια έχει τριπλασιαστεί.

Εισοδηματική ανισότητα

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, από τα 41 εκατ. εργαζομένους στη Γερμανία μόνο τα 28 εργάζονται υπό συνθήκες «κανονικής» απασχόλησης. Έπειτα από δύο δεκαετίες, κατά τις οποίες οι πραγματικοί μισθοί είχαν μπει στον πάγο (ή έπεφταν), τα «νέα» εργασιακά εργαλεία τροφοδοτούν την εισοδηματική ανισότητα με αποτέλεσμα αυτή να αυξάνεται στη Γερμανία πιο γρήγορα απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Δυτικής Ευρώπης. Τα στατιστικά στοιχεία στη Γερμανία όχι μόνο δεν μαρτυρούν κάποιο «εργασιακό θαύμα», αλλά οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στον τοίχο.

Όπως επισημαίνει πλήθος οικονομολόγων, η εμμονή στη μείωση των μισθών ως εργαλείο τόνωσης της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας, όχι μόνο δεν δικαιολογείται από τις εμπειρίες του παρελθόντος, αλλά υπονομεύει τις όποιες «επενδυτικές» προοπτικές στο μέλλον. Όπως υπογραμμίζουν, παρά την πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών, η Γερμανία είχε τους δεύτερους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ευρωζώνη από το 1999 έως το 2008. Όσο για την πολυδιαφημισμένη ανταγωνιστικότητα, η μείωση του κόστους εργασίας δεν έδωσε παρά μια μικρή ώθηση σε ένα ούτως ή άλλως «εξαγωγικό μοντέλο ανάπτυξης» που επωφελούνταν από την αύξηση της ζήτησης (μέσω πίστωσης) στις φτωχότερες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου... Η εξάπλωση αυτού του «προτύπου» στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν μπορεί παρά να αποθαρρύνει, μακροπρόθεσμα, τον οποιονδήποτε να επενδύσει σε μια ήπειρο της οποίας οι κάτοικοι θα βλέπουν συνεχώς την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται…

Το Ποντίκι