Από τη Χιώτικη Σφίγγα Της Σοφίας Λαμπίκη Στα τα παιδικά μας χρόνια, εμείς οι γεννημένοι γύρω απ΄το 1960, δεν είχαμε πολλά. Μέναμε σε σπίτια παλιά, με αυλές γεμάτες ζώα, με κεραμίδια στη σκεπή που
καμιά φορά έμπαζε νερό το χειμώνα. Θέρμανση κεντρική δεν υπήρχε, κάτι
μεγάλες κουζίνες -καθιστικά ήταν το κέντρο του σπιτιού με μία
κουζίνα-στόφα-σόμπα, εκεί περνούσαμε τη μέρα μας, διαβάζαμε, μαγείρευε η
μάνα μας, διάβαζε την εφημερίδα του ο πατέρας μας. Φάρμακα δεν είχαμε,
όταν παίζαμε κι ανοίγαμε κεφάλια και ποδάρια στους χωματένιους δρόμους
μας ρίχναν στις πληγές γαλάζιο οινόπνευμα και μας λέγανε να μην κλαίμε,
"θα γιάνει άμα μεγαλώσουμε". Ούτε ρούχα και παπούτσια πολλά γεμίζαν τις ντουλάπες μας. Ένα παλτό καλό
με ψεύτικο γουνάκι στο γιακά για τα κορίτσια, χωρίς γουνάκι για τα
αγόρια, ένα ζακέτο χοντρό καθημερινό, και κάνα δυό ζευγάρια παπούτσια. Είχαμε όμως, όλοι κορίτσια κι αγόρια, ένα ζευγάρι λουστρίνια μαύρα,
καλά παπούτσια για τις γιορτές. Με λουράκι για τα κορίτσια, παντοφλέ με
αγκράφα συνήθως για τ΄αγόρια, μεγαλύτερο νούμερο μας τα΄παιρνε ο νουνός
για "να τα φοράμε και του χρόνου".
Οι επόμενες γενιές παιδιών πλουτίσανε. Είχανε πολλά ρούχα και πολλά
ζευγάρια παπούτσια. Αθλητικά, μποτάκια, πέδιλα, τσόκαρα, μπότες ψηλές. Δεν
είχανε ποτέ όμως λουστρίνια. Ούτε τη χαρά του Πάσχα που συνήθως
σ΄έπαιρνε ο νουνός απ΄το χέρι να σε πάει για ν΄αγοράσετε αυτό το ένα,
το μοναδικό, γυαλιστερό ζευγάρι που θα φορούσες, ζήτημα, 3-4 φορές στη
ζωή σου.
Όταν πλουτίνανε οι Έλληνες ήρθανε οι μετανάστες στη χώρα μας. Και ζούσανε
όπως ζούσαμε εμείς παιδιά. Φτωχικά, δουλεύανε απ΄το πρωί ως το βράδυ, με
σκυμμένο το κεφάλι. Δεν είχαν διασκεδάσεις και πολλά φρου-φρού κι αρώματα
μέχρι που έφτιαξε κι η δική τους ζωή κι ήρθανε οι επόμενοι μετανάστες.
Κι αυτοί ακολούθησαν τη μοίρα των φτωχών νοικοκύρηδων. Δούλευαν και
δουλεύουν για λίγα λεφτά, ζουν σε φτωχικά σπίτια που θυμίζουν αυτά που
μεγαλώσαμε κι εμείς, τρέχουν στα σχολειά με τις φόρμες της δουλειάς για
να ρωτήσουν για τα παιδιά τους, τους λένε να σέβονται τους δασκάλους,
όπως λέγανε κάποτε κι οι φτωχοί μεροκαματιάρηδες πατεράδες μας μέχρι που
πλούτιναν οι Έλληνες και χάσανε το σέβας στο ο,τιδήποτε.
Ρούχα δεν έχουν πολλά κι ανέσεις αλλά ένα ζευγάρι λουστρίνια το παίρνουν
στα παιδιά τους για τις γιορτές να το΄χουν. Και τα παιδιά των
μεταναστών, είμαι σίγουρη, κάνουν αυτό που κάναμε κι εμείς παιδιά. Τα
γυαλίζουν, τα βάφουν, τα φυλάνε σ΄ένα ράφι ψηλά, για τις γιορτές.
Κι όταν θα' ρθει η μέρα της Γιορτής και της Σχόλης κατεβάζουν απ' το
ράφι τα λουστρίνια τους, τα ξεσκονίζουν, τα γυαλίζουν και τα φορούν με
καμάρι αφού η μάνα τους τα ντύσει με το μοναδικό καλό κουστουμάκι και τη
γραβάτα που΄χουν κρυμμένη στη ντουλάπα.
Και πριν φύγουν καμαρωτά, καλοντυμένα φτωχικά, καλοχτενισμένα τα
παιδάκια τους απ΄το σπίτι για τη γιορτή, άλλη μάνα τα σταυρώνει και
τους λέει στην ευχή της Παναγίας, κι άλλη τους λέει στην ευχή του Αλλάχ.
Γιατί οι ευχές μπορεί να αλλάζουν όπως κι οι γλώσσες που ακούγονται αυτές, αλλά οι μάνες μένουν ίδιες.
Και τα λουστρίνια επίσης.
Σοφία Λαμπίκη
(η φωτό από το συλλαλητήριο -Αθήνα Αντιφασιστική Πόλη)