Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ενθαρρυντική Μελέτη ανέδειξε το ΔΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (ΠΑΕ) με τίτλο:
"Τα ελληνικά Πανεπιστήμια, ΤΕΙ και άλλες εκπαιδευτικές δομές, στις διεθνείς λίστες ταξινόμησης (ranking)"
Τα στοιχεία που παρουσιάζονται και αναλύονται είναι από 20.372 ιδρύματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Συνεκτιμόνται ευρύτερα στοιχεία με μεγαλύτερη εμβάθυνση στην ποιοτικά ανάλυση των ακαδημαικών δεδομένων, από τα οποία προκύπτει ότι τα ελληνικά ΑΕΙ βρίσκονται σε αρκετά υψηλό επίπεδο στις λίστες ταξινόμησης, σημειώνοντας μάλιστα ανοδική πορεία.
Η Μελέτη χρησιμοποιεί την ταξινόμηση του world ranking universities webometrics.info για τον απλό λόγο ότι περιλαμβάνει το «σύνολο» των αντίστοιχων δομών σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονός που μπορεί να δώσει μια συνολική εικόνα της κατάστασης (στο πλαίσιο της λογικής μιας ταξινόμησης).
Επίσης έχει ενδιαφέρον και μπορείτε ακόμη να διαβάσετε την
Ορισμένα σημεία από την Μελέτη
"Τα ελληνικά Πανεπιστήμια, ΤΕΙ και άλλες εκπαιδευτικές δομές,
στις διεθνείς λίστες ταξινόμησης (ranking)":
"Τα ελληνικά Πανεπιστήμια, ΤΕΙ και άλλες εκπαιδευτικές δομές,
στις διεθνείς λίστες ταξινόμησης (ranking)":
Το αν πρέπει κανείς να ασχοληθεί σοβαρά ή όχι με τις διεθνείς λίστες ταξινόμησης είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα.
Από τη μια, η ενασχόληση νομιμοποιεί μια συζήτηση που ελέγχεται πολλαπλώς για την επιστημονική της επάρκεια όπως και για τη σοβαρότητά της. Από την άλλη, η μη ενασχόληση αφήνει το πεδίο ελεύθερο για πολιτικούς και επικοινωνιακούς χειρισμούς ποικίλων στοχεύσεων.
Η αλήθεια είναι ότι μια ταξινόμηση (ranking) είναι ένα «πιασάρικο» δημοσιογραφικό θέμα που προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού. Η παρατήρηση αυτή οδηγεί αναγκαστικά στο να σκεφτεί κανείς τις αιτίες του ενδιαφέροντος. Αυτές μπορούν να χωριστούν σε «μακρο» και «μικρο».
Οι πρώτες αφορούν το διεθνή ανταγωνισμό για προσέλκυση ξένων φοιτητών, στο βαθμό που αυτή μεταφράζεται σε ένα όλο και σημαντικότερο οικονομικό διακύβευμα. Πέρα όμως από το πρόσκαιρο οικονομικό όφελος κατά τη διάρκεια των σπουδών, ο ανταγωνισμός των μεγάλων κρατών της υδρογείου αφορά μακροπρόθεσμα και πολυεπίπεδα συμφέροντα που αφορούν πολιτική, οικονομική και πολιτισμική επιρροή και κύρος.
Οι δεύτερες συνδέονται με δύο ανάγκες:
• μια αντικειμενική, που είναι η ανάγκη να κατανοηθεί μια εξειδικευμένη πραγματικότητα από μη ειδικούς. Απώτερος στόχο είναι η γρήγορη και χωρίς κόπο ενημέρωσή τους και η συνακόλουθη λήψη σχετικών αποφάσεων,
• μια περισσότερο κουτσομπολίστικη, στο πνεύμα της λαϊκιστικής κουλτούρας, που προωθείται από πολλά ΜΜΕ.
Στην πρώτη, θα άξιζε να σταθούμε στο βαθμό που αντανακλά το ενίοτε αγωνιώδες ερώτημα: τι πρέπει να κάνουμε; Ερώτημα κατανοητό. Όμως, έχει αποδειχθεί ιστορικά, δεν μπορεί να απαντηθεί τουλάχιστον με τρόπο «συνταγής» ή αυτοματοποιημένης απάντησης.
Το επόμενο ερώτημα θα είχε να κάνει με το αν μια λίστα ταξινόμησης όλων των ιδρυμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο θα ήταν εφικτή ή όχι. Με άλλα λόγια, αν θα ήταν δυνατόν να βρεθούν εκείνα τα «καλά» κριτήρια που θα αντανακλούσαν με αξιοπιστία την πραγματικότητα του κάθε ιδρύματος. Αυτό δεν το έχουμε ακόμα δει.
Εκείνο που γνωρίζουμε είναι, αφενός, την ύπαρξη τουλάχιστον απλοϊκών ταξινομήσεων, με τεράστια όμως παγκόσμια επιτυχία, όπως η πασίγνωστη λίστα της Σαγκάη, αφετέρου, την προσπάθεια δημιουργίας καλύτερων και λιγότερο απλοϊκών κατατάξεων, όπως αυτή του ΟΟΣΑ (http://www.oecd.org/document/22/0,3746,en_2649_35961291_40624662_1_1_1_1,00.html) ή εκείνη της ΕΕ (http://ec.europa.eu/education/news/news1103_en.htm).
Σε ό,τι μας αφορά, από τη μια, δεν πιστεύουμε στη δυνατότητα δημιουργίας μιας αξιόπιστης ταξινόμησης όλων των ιδρυμάτων. Κάτι τέτοιο, θα σήμαινε, αφενός, ότι τα συγκρινόμενα ιδρύματα μπορούν να νοηθούν ως ομοειδή προς τους στόχους και τις λειτουργίες τους, αφετέρου, ότι οι κοινωνίες και οι οικονομίες στις οποίες απευθύνονται τα ιδρύματα αυτά έχουν τις ίδιες ανάγκες. Όμως και οι δύο αυτές προϋποθέσεις δεν ισχύουν.
Από την άλλη, διαφαίνεται ότι στο μέλλον η εμφάνιση ταξινομήσεων, περισσότερο επεξεργασμένων και περίπλοκων, θα ενταθεί. Συνεπώς, θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτές για να μπορούμε να απαντάμε πειστικά στον παραγόμενο επικοινωνιακό και πολιτικό λόγο με τα συμπαρασυρόμενα διακυβεύματά τους, με κεντρικό τον ανταγωνισμό για την προσέλκυση ξένων φοιτητών που αντανακλά πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά οφέλη για τα κυρίαρχα κράτη υποδοχής
Με βάση τα προηγούμενα, οδηγηθήκαμε στην απόφαση να δημοσιοποιήσουμε αυτή τη μελέτη.
Αυτά γράφαμε πέρυσι στην α’ έκδοση της συγκεκριμένης μελέτης. Φέτος (2012), έχουμε επιπλέον τη δυνατότητα για σύγκριση με το προηγούμενο αποτέλεσμα (2011).
Ο νέος νόμος πλαίσιο 4009/2011 για την ανώτατη εκπαίδευση στήριξε την ανάγκη ύπαρξής του και θεμελίωσε τη νομιμοποίησή του όχι τόσο στην εξέλιξη και τη βελτίωση ενός ικανοποιητικού θεσμού, αλλά στη γενικευμένη αμφισβήτηση του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου.
Το επιχείρημα του ανίκανου και διεφθαρμένου δημόσιου πανεπιστημίου αναπαρήχθη και πολλαπλασιάστηκε από τα ΜΜΕ.
Κατά συνέπεια τίθεται το ερώτημα αν η κριτική αυτή που υπέστη το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο είναι βάσιμη ή όχι. Ας τονιστεί ότι η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα δεν αναζητείται με στόχο την αποσιώπηση των υπαρκτών προβλημάτων του θεσμού ή την αμφισβήτηση της ανάγκης αλλαγών με στόχο την πρόοδο και βελτίωσή του.
Η αξία της αναζήτησης βρίσκεται στην τεκμηρίωση των πραγματικών επιδόσεων των ελληνικών ανώτατων ιδρυμάτων και στην προσπάθεια να ανευρεθούν –έστω σε αρχικό επίπεδο- οι αιτίες της έντασης που δημιουργήθηκε και εξακολουθεί να υπάρχει μεταξύ Υπουργείου και πανεπιστημίων με αφορμή την επιχειρηματολογία τεκμηρίωσης της αναγκαιότητας του νέου Νόμου.
Για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιηθεί η ταξινόμηση του world ranking universities (http://www.webometrics.info/) για τον απλό λόγο ότι περιλαμβάνει το «σύνολο» των αντίστοιχων δομών σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονός που μπορεί να δώσει μια συνολική εικόνα της κατάστασης (στο πλαίσιο της λογικής μιας ταξινόμησης).
Συνολικά εμφανίζονται σε αυτή τη λίστα 20.372 ιδρύματα.
ΠΗΓΕΣ: http://www.webometrics.info/
http://hepnet.upatras.gr/