του Νίκου Σαραντάκου
Με την ευκαιρία του εθνικού διαλόγου για την Παιδεία, ξαναήρθε στην επικαιρότητα το ζήτημα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο.
Η αρχή έγινε με επιστολή 56 καθηγητών πανεπιστημίου, γλωσσολόγων, οι οποίοι επισήμαναν ένα ολοφάνερο αφύσικο, ότι στο Γυμνάσιο η αρχαία ελληνική γλώσσα από το πρωτότυπο διδάσκεται 3 ώρες εβδομαδιαίως ανά τάξη και 2 ώρες τα αρχαία από μετάφραση, ενώ η νέα ελληνική γλώσσα (μαζί με την παραγωγή κειμένων) μόνο 2 ώρες – και ζήτησαν να καταργηθεί η διδασκαλία των αρχαίων από το πρωτότυπο και να αυξηθούν οι ώρες που αφιερώνονται στα νέα ελληνικά.
Η πρόταση των 56 προκάλεσε αρκετές ενοχλημένες αντιδράσεις, από την Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων, την Ένωση Αναπληρωτών Φιλολόγων (με κωμικά επιχειρήματα, όπως ας πούμε ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα έχει… μαθηματική δομή) και από τον Τομέα Κλασικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. (όπου, μαθαίνουμε ότι τα αρχαία ελληνικά, παρά το ότι δεν έχουν φυσικούς ομιλητές, δεν είναι νεκρή γλώσσα διότι «έχει αφήσει πίσω της γλωσσικούς απογόνους»· αλλά τότε ούτε τα λατινικά είναι νεκρή γλώσσα, ούτε, εδώ που τα λέμε, η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, η οποία έχει αφήσει πάμπολλους απογόνους!) Υπήρξαν πάντως και φιλόλογοι της μέσης εκπαίδευσης που επικρότησαν την πρωτοβουλία των 56 πανεπιστημιακών, με ένα υποδειγματικό κείμενο.
Συνήθως είναι δύσκολο να εκτιμηθούν από τα πριν οι συνέπειες μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, αλλά ειδικά στο θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο είμαστε τυχεροί: έχουμε ένα μεγάλο δείγμα μαθητών που διδάχτηκαν τα αρχαία στο Γυμνάσιο μόνο από μετάφραση. Από το 1977 έως την παλινόρθωση του 1992 τα αρχαία διδάσκονταν μόνο στο Λύκειο από το πρωτότυπο. Οι μαθητές εκείνης της δεκαπενταετίας, όπως προκύπτει από τις εμπειρίες τους, ήρθαν σε επαφή με το περιεχόμενο πολύ περισσότερων κειμένων της αρχαίας γραμματείας, ενώ δεν στοιχειοθετείται από πουθενά ότι οι φιλόλογοι των ετών εκείνων υστερούν σε αρχαιομάθεια από τους προγενέστερους ή μεταγενέστερους συναδέλφους τους.
Επίσης αν οι συνέπειες της μη διδασκαλίας των αρχαίων στο Γυμνάσιο ήταν τόσο ολέθριες όσο τις παρουσιάζουν οι υπέρμαχοι της διατήρησης, η γενιά που δεν τα διδάχτηκε, άνθρωποι που έχουν αυτή τη στιγμή ηλικία, χοντρικά, από 35 ως 50 ετών, θα έπρεπε να μιλούν χειρότερα ελληνικά από τους σημερινούς εικοσιπεντάρηδες-τριαντάρηδες, κάτι που ολοφάνερα δεν συμβαίνει. (Η προέκταση αυτού του συλλογισμού σε άλλες γλώσσες, θα οδηγούσε στο παράλογο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί κανείς φυσικός ομιλητής των αγγλικών να μάθει καλά τη μητρική του γλώσσα αν δεν διδαχτεί τα αγγλικά της εποχής του Beowulf).
Αντίθετα, η μόνη μελέτη που έχει εκπονηθεί μετά την παλινόρθωση των αρχαίων στο Γυμνάσιο, μια εργασία της Μαρίας Κοξαράκη, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας από αρχαία, βυζαντινά και λόγια κείμενα επί τρία συναπτά έτη στο Γυμνάσιο δεν βελτίωσε τις επιδόσεις των μαθητών στα αρχαία ελληνικά στο Λύκειο».
Το περίεργο είναι ότι και οι υπέρμαχοι της διατήρησης δέχονται, σχεδόν όλοι, ότι η σημερινή κατάσταση με τα αρχαία ελληνικά κάθε άλλο παρά ικανοποιητική είναι, ότι οδηγεί τους περισσότερους μαθητές στο να μισήσουν το μάθημα και να θεωρούν χαμένο χρόνο τις ώρες που αφιέρωσαν σ’ αυτό. (Για να κάνω μια παρένθεση: Μια άλλη παρενέργεια του σημερινού συστήματος είναι ότι πολλοί φιλόλογοι ενσταλάζουν στα παιδιά την ιδέα ότι η σημερινή νεοελληνική γλώσσα δεν είναι παρά ένα ωχρό είδωλο της αρχαίας, που δήθεν έχει πολύ ανώτερες εκφραστικές δυνατότητες, με αποτέλεσμα η μητρική γλώσσα να απαξιώνεται στα μάτια του μαθητή. Το κωμικό είναι ότι όσο περισσότερο υμνούμε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση την αρχαία γλώσσα τόσο χειρότερα τη μαθαίνουμε, ίδιοι με τους Ποσειδωνιάτες του Καβάφη).
Ωστόσο, οι υπέρμαχοι της διατήρησης αντιτείνουν ότι δεν φταίει το περιεχόμενο του μαθήματος καθαυτό, αλλά η μέθοδος εκμάθησης. Ποια όμως θα είναι αυτή η θαυματουργή μέθοδος που θα κάνει τους μαθητές να αγαπήσουν τα αρχαία, αυτό κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα –οπότε, πολλοί βρίσκουν τη λύση στη φυγή προς τα εμπρός: προτείνουν να διδάσκονται ακόμα περισσότερα αρχαία, που να ξεκινούν από το Δημοτικό, ει δυνατόν και από την πρώτη τάξη, ίσα κι όμοια με κάποιους που ως θεραπεία για τη μνημονιακή λαίλαπα πρότειναν ακόμα περισσότερα μνημονιακά μέτρα. Φαίνεται επίσης να πιστεύουν ότι το ωρολόγιο πρόγραμμα των Γυμνασίων μπορεί να διασταλεί απεριόριστα, αφού μεγαλόθυμα συμφωνούν με την αύξηση των ωρών διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών, αρκεί να μην γίνει εις βάρος των Αρχαίων Ελληνικών. (Το ίδιο φαίνεται να πιστεύει και η ανακοίνωση του τομέα κλασικής φιλολογίας του ΕΚΠΑ στην οποία ζητείται έμμεσα να αυξηθούν οι ώρες διδασκαλίας και των Λατινικών!) Στην πραγματικότητα, με 35 διδακτικές ώρες τη βδομάδα, το πρόγραμμα διδασκαλίας είναι ήδη παραφορτωμένο (δείτε το εδώ) -για να μην αναφέρουμε και τη γνωστήν αλήθεια, ότι τα μονόωρα μαθήματα (που έχουν μόνο μία ώρα την εβδομάδα) είναι σαν να μην υπάρχουν. Δεν θα λύσουμε σήμερα το θέμα της οργάνωσης του ωρολογίου προγράμματος, αλλά καλό είναι να έχουμε κατά νου ότι για να αυξήσεις κατά μία ώρα ένα μάθημα πρέπει να την αφαιρέσεις από κάποιο άλλο.
Πολλοί προβάλλουν το επιχείρημα ότι αν ο μαθητής δεν έρθει σε επαφή με την αρχαία ελληνική δεν θα μπορεί να συνάγει τη σημασία των λέξεων από την ετυμολογία τους. Το επιχείρημα αυτό βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο. Η σημασία λόγιων λέξεων όπως, π.χ., ανήκεστος (το παράδειγμα αυτό το έχει φέρει φιλόλογος υπέρμαχος της διατήρησης) δεν μαθαίνεται από την ετυμολογία (α στερητικό + ακέομαι = γιατρεύω). Η σημασία μαθαίνεται αυτόνομα, μέσα από κείμενα που περιέχουν τη φράση «ανήκεστος βλάβη», τη μόνη που μπορεί να συναντήσει κανείς στη νέα ελληνική, απ’ όπου ο μαθητής μαθαίνει ότι θα πει «ανεπανόρθωτη, που δεν μπορεί να θεραπευτεί». Αλίμονο αν χρειαζόταν να μαθευτεί πρώτα το σπάνιο και το άγνωστο (το ακέομαι) για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το συχνότερο και οικειότερο (το ανήκεστος)!
Η θέση ότι η ετυμολογία είναι απαραίτητη για την κατανόηση της σημασίας των λέξεων θα οδηγούσε στο ολοφάνερα παράλογο συμπέρασμα, ότι δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τη σημασία λέξεων αβέβαιης ή άγνωστης ετυμολογίας (και τέτοιες υπάρχουν εκατοντάδες ή χιλιάδες, αρχαίες και νέες!) Παρόλο που την ετυμολογία τη λατρεύω, δεν πρέπει να της δίνουμε σημασία μεγαλύτερη από όσην έχει. Η ετυμολογία δεν δείχνει την αληθή φύση της λέξης, μην σας παραπλανά η… ετυμολογία της. Δείχνει πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι που την ονομάτισαν. Ανθρωπολογία είναι ουσιαστικά η ετυμολογία.
Ούτε βοηθάει η γνώση της ετυμολογίας για να συμπεράνουμε ότι ευάριθμος σημαίνει ολιγάριθμος, τη στιγμή που εύπορος είναι ο πλούσιος. Με δυο λόγια, όπως σωστά επισήμανε ο Φοίβος Παναγιωτίδης, η διδασκαλία του λεξιλογικού πλούτου της Νέας Ελληνικής είναι δουλειά του μαθήματος των Νέων Ελληνικών, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις αρχαΐζουσες δομές της γραμματικής.
Αν καταργηθεί η διδασκαλία των αρχαίων από το πρωτότυπο στις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, οι ώρες που θα εξοικονομηθούν θα μπορούν να διατεθούν στη διδασκαλία αρχαίων κειμένων από μετάφραση, καθώς και στο απολύτως απαραίτητο μάθημα της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας (που διδασκόταν και την περίοδο 1977-1992). Θα χρειαστούν βέβαια καινούργιες, δόκιμες και ζωντανές, μεταφράσεις, που να μην κάνουν το σφάλμα να εγκλωβίζονται στην κατά λέξη μετάφραση του πρωτοτύπου με αποτέλεσμα να δίνουν κείμενο που να μη διαβάζεται.
Όσο για τα αρχαία από το πρωτότυπο, μπορούμε να συζητήσουμε αν θα ξεκινούν από τη Γ’ Γυμνασίου ή από την Α’ Λυκείου. Την περίοδο 1977-92 τα τρία χρόνια του Λυκείου ήταν πάντως αρκετά. Κοντά σ’ αυτό ίσως πρέπει να εξεταστεί ξανά η παλιά ιδέα του Εμμανουήλ Κριαρά για τη δημιουργία κλασικών γυμνασίων ή λυκείων (όπως υπάρχουν μουσικά και αθλητικά γυμνάσια), που θα δίνουν σε λίγους μαθητές που έχουν κλίση τα εφόδια για να γίνουν γεροί κλασικοί φιλόλογοι, μια και στον διεθνή στίβο των κλασικών σπουδών δεν έχουμε, φοβάμαι, την παρουσία που θα μπορούσαμε να έχουμε.
Και θα κλείσω με ένα ερώτημα στο οποίο ως τώρα έχω αποφύγει να απαντήσω. Είναι άραγε η ελληνική «μία και ενιαία» γλώσσα ή όχι; Φοβάμαι πως αυτό δεν μπορούμε να το κρίνουμε με αποκλειστικά γλωσσικά κριτήρια, είναι απόφαση πολιτική, όπως πολιτική απόφαση είναι γενικά το αν δυο «διάλεκτοι» ανήκουν στην ίδια γλώσσα ή είναι ξεχωριστές γλώσσες, για παράδειγμα αν η σλαβομακεδονική ειναι χωριστή γλώσσα από τη βουλγαρική.
Αυτό φάνηκε καθαρά στην περίπτωση των σερβοκροατικών, που παλιότερα θεωρούνταν μία γλώσσα και σήμερα υπολογίζονται για δύο: σερβικά και κροατικά. Αφού οι γλώσσες δεν άλλαξαν τα τελευταία 20 χρόνια και τα κριτήρια της γλωσσολογίας επίσης δεν μεταβλήθηκαν, ολοφάνερα τα κριτήρια της ανακήρυξης της κροατικής σε αυτοτελή γλώσσα είναι πολιτικά.
Οπότε, έχω καταλήξει ότι η ελληνική γλώσσα (πιθανώς και άλλες γλώσσες) είναι σαν το πλοίο του Θησέα. Οι Αθηναίοι είχαν χτίσει, λέει το φιλοσοφικό πρόβλημα, έναν ωραίο νεώσοικο όπου το τιμημένο πλοίο αναπαυόταν με δόξα και τιμή. Κάθε που σάπιζε ένα σανίδι το άλλαζαν. Τελικά άλλαξαν όλα τα σανίδια. Οπότε, ήταν ακόμα το πλοίο του Θησέα ή όχι; Η απόφαση (αν είναι ή όχι το ίδιο πλοίο) είναι πολιτική ή ιδεολογική. Δεν είναι ναυπηγική.
Πηγή: sarantakos.wordpress.com