Σελίδες

Γιάννης Δραγασάκης: «Αναγκαίο ένα ολοκληρωμένο προωθητικό σχέδιο»

του Γιάννη Δραγασάκη - αντιπροέδρου της κυβέρνησης

Οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στη χώρα επιβάλλουν ένα νέο ξεκίνημα. Πρέπει, διατηρώντας τα θετικά τής ώς τώρα πορείας μας, να εξετάσουμε τα πάντα από την αρχή: τι κόμμα δημιουργήσαμε, τι νοοτροπίες καλλιεργήσαμε, τι είδους προετοιμασία κάναμε, πώς διαπραγματευθήκαμε και πώς κυβερνήσαμε, έτσι ώστε τα μαθήματα από το χθες να γίνουν όπλα για αύριο. Μόνο έτσι θα συγκροτήσουμε ένα νέο ξεκίνημα, που να ενσωματώνει μεγαλύτερη ωριμότητα, πείρα και αξιοπιστία. Στην κατεύθυνση αυτή έχει νόημα να δούμε τι επιδιώξαμε, τι πετύχαμε, πού βρισκόμαστε, πώς προχωράμε. 

Τι επιδιώξαμε;
Αρχίζοντας τις διαπραγματεύσεις αμέσως μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση είχε δύο επιλογές:

Η πρώτη ήταν να προσέλθουμε στις διαπραγματεύσεις με τη γραμμή της «ελληνικής ιδιαιτερότητας». Με τη θέση δηλαδή ότι τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής (Μνημόνια) πέτυχαν παντού εκτός από την Ελλάδα. Τούτο θα σήμαινε πως η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση, ειδική περίπτωση, για την οποία μόνο το Grexit αποτελεί κατάλληλη συνταγή.

Η δεύτερη επιλογή ήταν να προσέλθουμε στη διαπραγμάτευση, όπως και πράξαμε, αναπτύσσοντας περαιτέρω την ευρωπαϊκή στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, τη στρατηγική άλλωστε που συνέβαλε καθοριστικά στην ανοδική του πορεία. Τη στρατηγική, δηλαδή, που από την αρχή τόνισε τις ενδογενείς αιτίες της ελληνικής κρίσης, αλλά ταυτόχρονα υποστήριζε ότι η περίπτωση της Ελλάδας δεν συνιστούσε εξαίρεση στην ευρωπαϊκή κανονικότητα αλλά, αντίθετα, αποτελούσε το πιο τρανταχτό και τραγικό παράδειγμα των ελλειμμάτων της αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ, καθώς και της αποτυχίας των πολιτικών της διαρκούς λιτότητας ως απάντησης στην κρίση. Στη βάση αυτή ζητήσαμε να αναγνωρισθεί η οικτρή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα πέντε χρόνια μετά την εφαρμογή της ίδιας πολιτικής.

Δώσαμε λοιπόν τη μάχη ενάντια στη λιτότητα και αναδείξαμε τα προβλήματα του χρέους και της χρηματοδότησης της ανάπτυξης ως προβλήματα της Ευρώπης και όχι ως προβλήματα αμιγώς ελληνικά.

Προτείναμε έτσι ένα νέο υπόδειγμα, πέρα από λογικές υποταγής με τις οποίες συνδέθηκαν τα ώς τώρα προγράμματα και το καθεστώς της τρόικας. Ένα υπόδειγμα το οποίο θα καθιστούσε σεβαστή τη λαϊκή εντολή που εκπροσωπούσε η κυβέρνηση, όσο και τους διαμορφωμένους ευρωπαϊκούς κανόνες που εκπροσωπούσαν οι θεσμοί.


Τι πετύχαμε;

Με τη στρατηγική αυτή πετύχαμε να σπάσουμε την αρχικά απόλυτη απομόνωση. Αποκτήσαμε συμμάχους, υποστήριξη και συμπαράσταση. Υποχρεώσαμε τους υποστηρικτές του Grexit να αποκαλυφθούν και να κάνουν γνωστά τα σχέδιά τους, σχέδια που δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα αλλά το μέλλον όλης της Ευρώπης.

Δημιουργήσαμε ρήγματα στη σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση, υποχρεώνοντας τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας να αναγνωρίσουν πως δεν θα έχουν κανένα μέλλον αν δεν αποκτήσουν αυτόνομη φωνή, ριζοσπαστικές θέσεις και ανανεωμένες σχέσεις με τα κοινωνικά κινήματα και τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα.

Αποδείξαμε στην πράξη πως ο αγώνας για τη δικαιοσύνη, για την υπεράσπιση της ατομικής και συλλογικής αξιοπρέπειας, για τα δικαιώματα των αδυνάτων, ακόμη και η θυσία γι' αυτά, δεν έχουν χάσει το νόημά τους στην εποχή μας. Δεν είναι κατάλοιπο του παρελθόντος αλλά ζωτική ανάγκη του παρόντος και του μέλλοντος.

Ακριβώς γι' αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ, και ο Τσίπρας προσωπικά, έγιναν σημείο αναφοράς αυτού του αγώνα και αυτών των αξιών για όλη την Ευρώπη.

Τέλος, καταστήσαμε το ελληνικό πρόβλημα όχι μόνο ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο, γεγονός που ενεργοποίησε δυνάμεις και δυναμικές υπέρ μιας βιώσιμης λύσης.

Παράλληλα, στο εσωτερικό μέτωπο, αυτή η δράση της κυβέρνησης για τη διεκδίκηση μιας βιώσιμης διεξόδου για εμάς και για την Ευρώπη επιτάχυνε την αποσύνθεση του παλιού πολιτικού συστήματος, άλλαξε την ψυχολογία της κοινωνίας, δημιούργησε σχέσεις ταύτισης λαού και ηγεσίας για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, εξόπλισε τον λαό με το θάρρος να γράψει μια λαμπρή σελίδα, παγκόσμιας εμβέλειας, με το Όχι στο δημοψήφισμα, που έγινε υπό πρωτόγνωρα δύσκολες συνθήκες.


Η αντίδραση

Οι προτάσεις μας δεν εισακούσθηκαν. Η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου άρχισε να υπονομεύεται από την επομένη. Πράξεις και παραλείψεις τροφοδότησαν την αμοιβαία δυσπιστία και καχυποψία. Οι δυνάμεις της ρήξης πήραν το προβάδισμα. Ενώ εμείς επιδιώκαμε συμφωνία, υπήρξαν δυνάμεις που προέταξαν στόχους πολιτικούς ή και κομματικούς. Όμως όσοι, μέσα κι έξω από τη χώρα, περίμεναν να πέσει η κυβέρνηση σε λίγες εβδομάδες μέσα από μια στρατηγική «κατευθυνόμενου χάους» είδαν τις ελπίδες τους να διαψεύδονται.

Όσοι περίμεναν ότι η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να πληρώνει μισθούς και συντάξεις, με στόχο να προκληθεί κοινωνική δυσαρέσκεια και να ανατραπεί από τα κάτω, διαψεύσθηκαν, αφού η κυβέρνηση με αποφασιστικότητα διακήρυξε προς πάσα κατεύθυνση ότι, σε περίπτωση που υποχρεωθεί να επιλέξει, θα πληρώνει μισθούς και συντάξεις και όχι δανειακές δόσεις, όπως και έκανε.

Όσοι περίμεναν το ηθικό του λαού να καμφθεί, λόγω της παρατεινόμενης οικονομικής ασφυξίας, διαπιστώνουν ότι συνέβη το αντίθετο.

Όσοι περίμεναν τον πρωθυπουργό να χάσει την υπομονή και την ψυχραιμία του και να καταφύγει σε επιλογές «τυφλές» και «λύσεις» απόγνωσης, είδαν έναν πρωθυπουργό ψύχραιμο και σταθερό να απορρίπτει προτάσεις για «συμφωνημένο Grexit» ή «διπλό νόμισμα».

Η κυβέρνηση, συνδυάζοντας τη σταθερή επιδίωξη μιας βιώσιμης συμφωνίας, με αποφασιστικότητα, διορθώνοντας λάθη και μαθαίνοντας από αυτά, ακύρωσε τα αρχικά σχέδια, διατήρησε και διεύρυνε την αποδοχή της από τον λαό.

Όσο η κυβέρνηση δεν έδειχνε διατεθειμένη να παραδοθεί, τόσο η άλλη πλευρά, και κυρίως οι δυνάμεις του Grexit και της ρήξης, σκλήραιναν τη στάση τους σε μια τιμωρητική λογική αντιποίνων. Η βάση της συμφωνίας αναθεωρείτο συνεχώς προς το χειρότερο. Ο στόχος φαίνεται πως ήταν η συμφωνία να μην γίνει αποδεκτή, να οδηγηθούμε με δική μας ευθύνη στη ρήξη ή να αποδεχτούμε μια συμφωνία τόσο κακή ώστε να μην μπορεί να ψηφιστεί από βουλευτές μας, να πέσει η κυβέρνηση, να διασπασθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Το στόχο αυτόν ορισμένοι τον διατύπωσαν και δημόσια.

Το Όχι της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού στο δημοψήφισμα έκανε αυτή τη λογική της τιμωρίας και των αντιποίνων ακόμη πιο πεισματική. Ήταν μετά το δημοψήφισμα που ανακάλυψαν την ιδέα για τη δέσμευση της δημόσιας περιουσίας και ήταν τότε που επανέφεραν όλους τους συμβολισμούς και τις πρακτικές του καθεστώτος της τρόικας, πιστεύοντας ότι έτσι ταπεινώνουν την κυβέρνηση και τον ίδιο τον λαό.

Όμως το Όχι έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Διότι ενεργοποίησε αντανακλαστικά, έπεισε πως δεν κινδύνευε μόνο η Ελλάδα αλλά όλη η Ευρώπη. Χωρίς το Όχι δεν είμαι βέβαιος αν θα φεύγαμε από τη σύνοδο κορυφής με συμφωνία.


Θρήνος για τα «καμένα χωριά» ή νέο ξεκίνημα;

Η λογική των αντιποίνων δεν είναι πρωτότυπη. Σε εποχές πολέμου παίρνει ακόμη πιο τραγικές μορφές.

Στη νότια Κρήτη, ανάμεσα στους νομούς Λασιθίου και Ηρακλείου, υπάρχει μια ομάδα χωριών που οι τοπικοί πληθυσμοί τα ονομάζουν τα «καμένα χωριά». Και τούτο γιατί τα είχε κάψει στον πόλεμο ο κατοχικός στρατός ως αντίποινα για μια νικηφόρα επιχείρηση των ανταρτών. Όλες οι περιοχές της χώρας, όπου υπήρξε αντίσταση, έχουν τα δικά τους «καμένα χωριά».

Αυτό συμβαίνει και σε καιρούς ειρήνης.

Η συμφωνία που έχουμε δεν είναι η συμφωνία που θέλαμε. Δεν είναι καν η συμφωνία που μπορούσαμε ίσως να είχαμε πετύχει εξαρχής αν οι δυνάμεις που ήθελαν τη συμφωνία επεδείκνυαν πιο ισχυρή πολιτική βούληση, αν και η δική μας στρατηγική ήταν πιο συμπαγής, ενιαία και σταθερή. Δεν είναι καν η συμφωνία που, πιστεύω, έχει ανάγκη η ίδια η Ευρώπη. Διότι η συμφωνία που έχουμε θέλει να επαναφέρει το καθεστώς της τρόικας που η ίδια η Ευρώπη, με απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου, έχει απορρίψει.

Ορισμένοι μιλούν για στρατηγική ήττα. Δεν συμφωνώ.

Τη συμφωνία που έχουμε πρέπει να την δούμε ως το προσωρινό αποτέλεσμα ενός ιδιόμορφου πολέμου. Περιέχει και τις επιτυχίες και τα αντίποινα γι' αυτές. Και τις δικαιώσεις και τις διαψεύσεις μας και τα αποτελέσματα των λαθών μας.

Όπως είπα και στην αρχή, η αποτίμηση πρέπει να γίνει. Όμως οι μηδενιστικές κρίσεις δείχνουν ότι ίσως δεν είχαμε συνειδητοποιήσει επαρκώς πως το εγχείρημά μας δεν είναι αγώνας ταχύτητας αλλά είναι αγώνας αντοχής. Δεν είναι μονόπρακτο έργο αλλά ιστορική διαδικασία για την οποία θα πρέπει να αισθανθούμε περήφανοι αν μπορέσουμε να επιταχύνουμε την έναρξή της.

Αλλά όπως κι αν αποτιμήσουμε τη συμφωνία, τα πιο κρίσιμα ερωτήματα είναι αυτά που αφορούν την από εδώ και πέρα πορεία. Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες ούτε ασφαλείς. Πρόκειται για διλήμματα με πολιτικό και ηθικό περιεχόμενο.


Τι επιλογές έχουμε;

Η έξοδος από το ευρώ δεν συνιστά διέξοδο. Η λογική των «κόκκινων γραμμών» δεν επαρκεί. Πρέπει να ανακτήσουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Πρέπει μαζί με την υλοποίηση των δεσμεύσεων που θα αναλάβουμε να υλοποιούμε ένα παράλληλο πρόγραμμα με τις αναγκαίες αλλαγές που εμείς θέλουμε να κάνουμε.

Μόνο με τη διαμόρφωση ενός δικού μας θετικού στόχου με τη μορφή ενός ολοκληρωμένου σχεδίου και την οικοδόμηση των ευρύτερων δυνατών όσο και αξιόπιστων συμμαχιών, μέσα κι έξω από τη χώρα, για την υλοποίησή του, μπορούμε να θέσουμε τις βάσεις για να περάσουμε από τη σημερινή υποχώρηση σε μια νέα προωθητική φάση.

Πολλά από τα μέτρα που περιέχονται στη συμφωνία είναι κοινωνικά σκληρά. Όμως, αν χάσουμε και άλλο χρόνο, η εντεινόμενη ύφεση θα μας υποχρεώσει σε ακόμη πιο σκληρά μέτρα, με ή χωρίς Μνημόνια.

Ορισμένα από τα μέτρα που θα κληθούμε να υλοποιήσουμε θα ενισχύσουν τις υφεσιακές τάσεις. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι τα αναπτυξιακά μέτρα που συνοδεύουν τη συμφωνία και το όφελος από την αναδιάρθρωση του χρέους αρκούν για να ανακόψουμε την ύφεση και να βγούμε στις αγορές σε τακτό χρόνο.

Τέλος, οι δυνάμεις που δεν θέλουν να υπάρξει συμφωνία θα συνεχίσουν να προκαλούν. Πρέπει συνεπώς να ενισχύσουμε τις άμυνές μας και την επικοινωνιακή μας υποδομή. Ταυτόχρονα όμως, δεν πρέπει να παγιδευτούμε σε άγονες αντιπαραθέσεις. Αντίθετα, πρέπει να εφαρμόσουμε μονομερώς μια στρατηγική οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης με τους θεσμούς και τους λαούς της Ευρώπης, ακόμη και των χωρών που οι κυβερνήσεις τους τήρησαν αρνητική στάση.

Με ποιο κόμμα και με ποιο μοντέλο διακυβέρνησης μπορούμε να υλοποιήσουμε τα παραπάνω και πολλά άλλα;

Τα ερωτήματα προς απάντηση είναι πολλά. Και οι απαντήσεις επείγουν. Αλλά ακόμη πιο επείγον είναι να διαμορφώσουμε εκείνο το κλίμα που θα επιτρέψει να υπάρξει ψύχραιμη και ουσιαστική συζήτηση αυτών και άλλων ερωτημάτων, και στο κόμμα και στην κοινωνία.