Ανεξάρτητα από την γνώμη που ο κάθε πολίτης έχει για τον ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει να του αναγνωρίσει ότι έχει θέσει το ελληνικό πρόβλημα στην Ευρώπη. Η ανάδειξη του σε διεκδικητή της εξουσίας στις μεθαυριανές εκλογές υπογραμμίζει πόσο παράλογα και αναποτελεσματικά ήταν τα τιμωρητικά μέτρα που επιβάλλονται στην Ελλάδα από το 2010 μέχρι σήμερα. Το ίδιο σημαντικό είναι ότι η διεθνής κοινότητα δεν είναι πλέον στραμμένη εναντίον των «τεμπέληδων» και «διεφθαρμένων» Ελλήνων αλλά παρακολουθεί με συμπάθεια την ελληνική περίπτωση.
Μπορεί η Γερμανική κυβέρνηση να επιμένει ότι δεν πρόκειται να κάνει πίσω από την πολιτική που έχει επιβάλλει στην Ευρώπη, αλλά οι εξελίξεις στην Ελλάδα άνοιξαν τα στόματα όσων σιωπούσαν μπροστά στην επιβλητική γερμανική παρουσία. Και δεν πρόκειται μόνο για τους ακτιβιστές που για να υπερασπιστούν τα ελληνικά δίκαια πολιόρκησαν την Κυριακή την έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην Φρανκφούρτη ή ιδρύουν επιτροπές Αλληλεγγύης σε όλη την Ευρώπη, του στιλ «είμαστε όλοι Έλληνες». Ο Ρομάνο Πρόντι, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έγραφε πάλι την Κυριακή στην εφημερίδα Il Messaggero: «Η ακαμψία του Βερολίνου προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία από τον ΣΥΡΙΖΑ… οι εκλογές στην μικρή Ελλάδα έχουν μετατραπεί σε καθοριστική στιγμή για την μεγάλη Ευρώπη. Ας ελπίζουμε να το συνειδητοποιήσει και η μεγάλη Γερμανία».
Στην Ευρώπη έχει ωριμάσει η ιδέα ότι η πολιτική του Βερολίνου οδηγεί νομοτελειακά στην διάλυση της ευρωζώνης, με καταστροφικά αποτελέσματα για όλους, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και των συμμάχων της. Την Δευτέρα με ολοσέλιδο άρθρο του, το ευρείας κυκλοφορίας αυστριακό περιοδικό Profil, καλούσε τους Έλληνες να «ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ»: «Εάν ήμουν Έλληνας, θα ψήφιζα ΣΥΡΙΖΑ στις επερχόμενες εκλογές, με το σκεπτικό ότι η νίκη του κόμματος θα ήταν θετική όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη». Πάνε πια οι -γραμμένες στα ελληνικά- ανοιχτές επιστολές της κίτρινης γερμανικής Bild ή των Financial Times Deutschland, που λίγες μέρες πριν τις εκλογές του 2012 προειδοποιούσαν τους Έλληνες για την καταστροφή που έρχεται, αν ψήφιζαν τον Α. Τσίπρα.
Δεν πρόκειται μόνο για τον Ομπάμα ή τους New York Times, με την σχεδόν καθημερινή αντί-Μέρκελ αρθρογραφία, που αν μπορούσαν θα ψήφιζαν και αυτοί ΣΥΡΙΖΑ ή για την απόφαση του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος της Ιταλίας, του Ματέο Ρέντσι, να ζητήσει από το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα να ξεκινήσει διάλογο με τον ΣΥΡΙΖΑ. Aκόμη και σημαίνοντα μέλη του γερμανικού πολιτικού κατεστημένου, όπως ο πρόεδρος της Ευρωβουλής Μάρτιν Σουλτς ή ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ τονίζουν ότι πρέπει να τελειώσει η λιτότητα ο πρώτος ή να δοθεί περισσότερος χρόνος στις ευρωπαϊκές χώρες που βρίσκονται σε κρίση, ο δεύτερος. «Έχει έρθει η ώρα η νέα επιτροπή υπό τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ να αλλάξει την πολιτική αυτή», δήλωσε ο Γερμανός αντικαγκελάριος.
Ένας αρθρογράφος του Bloomberg επινόησε τον όρο «Tsiglesias», από τον συνδυασμό του ονόματος του Αλέξη Τσίπρα και του Pablo Iglesias, ηγέτη του Podemos. Πρόκειται για τους ηγέτες σχηματισμών που ανδρώθηκαν ή ξεπήδησαν μέσα από την κρίση και υπερασπίζονται τις ιδέες του κράτους πρόνοιας και της κοινωνικής δικαιοσύνης , τις οποίες απεμπόλησε η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, προσχωρώντας ως συνιστώσα στην δεξιά κόμματα. Νέοι σε ηλικία και χωρίς τα βάρη και τις αμαρτίες των πολιτικών δεινόσαυρων, δεν στρέφονται εναντίον της Ευρώπης, επιδιώκουν να την επαναφέρουν στις ιδρυτικές της αξίες και συμφωνούν για το ποια είναι η λυδία λίθος του προβλήματος: το μη βιώσιμο χρέος των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Η πιο ενδιαφέρουσα είδηση των ημερών πέρασε απαρατήρητη από τα περισσότερα ΜΜΕ: η αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Ιρλανδίας Τζόαν Μπέρτον, συμφώνησε με το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ να συγκληθεί μια διεθνής διάσκεψη, όπως το 1953 στο Λονδίνο, όταν οι χώρες της Δύσης μείωσαν τις οφειλές της τότε Δυτικής Γερμανίας. Δεν φτάσαμε ακόμη εκεί. Αλλά και μόνο για το λόγο ότι το θέμα μπήκε στην ημερήσια διάταξη,μετά από χρόνια σιωπής και δακρύων, αξίζει να δοθεί στους Tsiglesias μια ευκαιρία.
Στέλιος Κούλογλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πολιτική και Οικονομική Αγορά».