Το πρωινό της 26ης Ιουλίου 1944, το νεκρό σώμα της πετάχτηκε στον δρόμο, από όπου μεταφέρθηκε στον σταθμό Α’ Βοηθειών και κατόπιν στο νεκροτομείο με την ένδειξη «άγνωστος γυνή».
Στις 25 Ιουλίου 1944, συνελήφθη από πράκτορες της Ειδικής Ασφάλειας μια από τις γλυκύτερες και αγαπητές φυσιογνωμίες του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος και της Αντίστασης, η Ηλέκτρα Αποστόλου, στη συμβολή των οδών Ιθάκης και 3ης Σεπτεμβρίου, στην Κυψέλη. Μεταφέρθηκε στα κολαστήρια της Ειδικής Ασφάλειας, ένα άντρο τρομοκρατίας οργανωμένο για να διώκει την κοινωνική και πολιτική Αριστερά κατά τον Μεσοπόλεμο, το οποίο μεταβλήθηκε σε ένα από τα πιο φανατικά στηρίγματα των γερμανικών αρχών Κατοχής και της κατοπινής εθνικοφροσύνης. Πολύ λίγοι κατάφεραν να βγουν ζωντανοί και αρτιμελείς από εκεί.
Το σύμπλεγμα της Ειδικής Ασφάλειας στεγαζόταν σε ένα κτήριο με δαιδαλώδεις διαδρόμους, υπόγεια και γραφεία στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου 106. Επειδή οι «αρμοδιότητες» της Ειδικής Ασφάλειας είχαν αναβαθμιστεί στο διάστημα 1941-1944, οι εγκαταστάσεις της επεκτάθηκαν και σε παραρτήματα, πίσω από το κυρίως κτήριο, επί της οδού Ελπίδος 3 και 7, δηλαδή κατέληγε στην πλατεία Κυριακού (σημ. Βικτωρίας). Το σύμπλεγμα ήταν κατά τόπους κλειστό με συρματοπλέγματα και δρακόντεια περιφρουρημένο από γερμανοτσολιάδες αλλά και γερμανοτσολιαδίνες.
Η Ηλέκτρα Αποστόλου οδηγήθηκε στο παράρτημα του πρώην ξενοδοχείου «Κρυστάλ», όπου την κρέμασαν, την χτύπησαν με βούρδουλες, την έκαιγαν ζωντανή οι βασανιστές της Ειδικής Ασφάλειας με επικεφαλής τους Μηνά Καθρέφτη, Παρθενίου, Πατέρα. Το πρωινό της 26ης Ιουλίου 1944, το νεκρό σώμα της πετάχτηκε στον δρόμο, από όπου μεταφέρθηκε στον σταθμό Α’ Βοηθειών και κατόπιν στο νεκροτομείο με την ένδειξη «άγνωστος γυνή». Εκεί έγινε η αναγνώρισή της, ως Αποστόλου Ηλέκτρα του Νικολάου, με χειρόγραφη σημείωση πάνω στο δελτίο νεκροτομίας: «Ανεγνωρίσθη υπό της σημάνσεως ένθα ήτο σεσημασμένη ως κομμουνίστρια υπ’ αριθμ. 59953». Στα συμπεράσματα του ίδιου δελτίου αναγράφεται: «Επί του πτώματος παρατηρούνται τούτο μεν κακώσεις εκ μαστιγώσεως τούτο δε εγκαύματα εν ζωή και μετά θάνατον γενόμενα. Ο θάνατος οφείλεται κυρίως εις τας κακώσεις καθ’ όσον τα εγκαύματα εγένοντο κατά τας τελευταίας στιγμάς της θανούσης».
Έχει τεκμηριωθεί από αρκετές μαρτυρίες (μια από τις έρευνες είχαν διεξάγει αμέσως μετά την απελευθέρωση οι ηθοποιοί Δημήτρης και Μιράντα Μυράτ), ότι στη διάρκεια της ανάκρισης οι βασανιστές θεώρησαν πως η εξαντλημένη Ηλέκτρα είχε ήδη πεθάνει, την έριξαν σε ένα από τα ισόγεια δωμάτια του πρώην ξενοδοχείου, όπου υπήρχε πόρτα υπηρεσίας, κολλητά σχεδόν με αυλή γειτονικής πολυκατοικίας. Η Ηλέκτρα συνήλθε και πέρασε στο διπλανό σπίτι, αλλά οι ασφαλίτες βασανιστές την εντόπισαν, την έσυραν πάλι στο «Κρυστάλ» και την αποτελείωσαν.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, οι ασφαλίτες αντιλήφθηκαν ότι η Ηλέκτρα Αποστόλου προσπαθούσε να αποδράσει, επειδή όταν ανέβαινε την σκάλα υπηρεσίας του γειτονικού σπιτιού, μια γυναίκα την είδε και άρχισε να φωνάζει. Ισχύει ότι η γυναίκα τρόμαξε βλέποντας την Ηλέκτρα σε κακή κατάσταση; Ισχύει κάτι άλλο που είχε διηγηθεί στον γράφοντα η Ν.Π., μόνιμη κάτοικος της περιοχής από την δεκαετία του ’30; «Αν συνέβη αυτό που λένε, να τρόμαξε, μπορεί... Αλλά να ξέρεις, εδώ οι περισσότεροι ήθελαν να τα έχουν καλά με την Ειδική, κι άλλοι προσπαθούσαν να το σκάσουν, αλλά ειδοποιούσαν, δεν τους βοηθούσαν. Έλεγαν, είμαστε καλά με την Ασφάλεια εδώ πέρα, δεν τους αγαπούσαν τους κομμουνιστές. Να ξέρεις, εμένα ο αδερφός μου ήταν πολιτικός μηχανικός, δούλευε στα λιμενικά έργα των Γερμανών, έπαιρνε πολύ καλά χρήματα τότε, έκλαιγε με αναφιλητά όταν έφευγαν οι Γερμανοί, δεν ξέραμε τι θα γινόταν την επομένη...».
Είναι γνωστό, επίσης, ότι πολλοί και πολλές που έμπαιναν στην Ειδική Ασφάλεια ακρωτηριάζονταν από τα βασανιστήρια, τα κομμάτια τους ρίχνονταν στους υπονόμους και ξεβράζονταν όταν οι υπόνομοι πλημμύριζαν από τις βροχές (όπως είχε συμβεί στην πλατεία Αττικής και την οδό Στουρνάρα το φθινόπωρο του 1944). Αρκετοί από τους περιοίκους της Ειδικής Ασφάλειας, όμως, πίστευαν ότι «ήταν τότε μια ήσυχη γειτονιά». Η εγκληματική ιστορία της Ειδικής Ασφάλειας, η ΕΝΟΧΙΚΑ αποσιωπημένη και σκανδαλωδώς υποβαθμισμένη, απομένει να γραφτεί, από ό, τι και όπως σώθηκε ή μπορεί να προσφέρει τεκμήρια μέχρι σήμερα.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, η Ηλέκτρα Αποστόλου σκοτώθηκε από τους κτηνάνθρωπους της Ειδικής Ασφάλειας σε ηλικία 32 ετών. Όταν η είδηση μαθεύτηκε στις ελεύθερες συνοικίες της Αθήνας, πολύς κόσμος θρήνησε τον χαμό της, ακόμα και με αυτοσχέδια ποιήματα, που ενσωμάτωναν τον αγώνα και τον χαμό της Ηλέκτρας στον αγώνα και τις θυσίες της συλλογικότητας για ελευθερία και δικαιοσύνη: «Κι αν έφυγες δε χάθηκες στη λήθη/χιλιάδες αναστήθηκες φορές/καυτό το αίμα απ’ τα δικά σου στήθη/σ’ άλλων συντρόφων χύθηκε ζωές».
Ακόμα και σήμερα, η Ηλέκτρα και οι εκατοντάδες άντρες και γυναίκες που μαρτύρησαν στο κολαστήριο της Ειδικής Ασφάλειας, διεκδικούν την αξιοπρέπεια της μνήμης τους, σε μια περιοχή όπου η ακροδεξιά δείχνει το απαίσιο πρόσωπό της και δεν υπάρχει η παραμικρή επιγραφή ιστορικής σήμανσης. Και, όχι, δεν μου αρέσουν οι νεκρολογίες, αλλά στην εποχή της σκοταδιστικής χυδαιότητας δεν θα επιτρέψουμε να σχετικοποιηθούν τα πάντα!
Το σύμπλεγμα της Ειδικής Ασφάλειας στεγαζόταν σε ένα κτήριο με δαιδαλώδεις διαδρόμους, υπόγεια και γραφεία στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου 106. Επειδή οι «αρμοδιότητες» της Ειδικής Ασφάλειας είχαν αναβαθμιστεί στο διάστημα 1941-1944, οι εγκαταστάσεις της επεκτάθηκαν και σε παραρτήματα, πίσω από το κυρίως κτήριο, επί της οδού Ελπίδος 3 και 7, δηλαδή κατέληγε στην πλατεία Κυριακού (σημ. Βικτωρίας). Το σύμπλεγμα ήταν κατά τόπους κλειστό με συρματοπλέγματα και δρακόντεια περιφρουρημένο από γερμανοτσολιάδες αλλά και γερμανοτσολιαδίνες.
Η Ηλέκτρα Αποστόλου οδηγήθηκε στο παράρτημα του πρώην ξενοδοχείου «Κρυστάλ», όπου την κρέμασαν, την χτύπησαν με βούρδουλες, την έκαιγαν ζωντανή οι βασανιστές της Ειδικής Ασφάλειας με επικεφαλής τους Μηνά Καθρέφτη, Παρθενίου, Πατέρα. Το πρωινό της 26ης Ιουλίου 1944, το νεκρό σώμα της πετάχτηκε στον δρόμο, από όπου μεταφέρθηκε στον σταθμό Α’ Βοηθειών και κατόπιν στο νεκροτομείο με την ένδειξη «άγνωστος γυνή». Εκεί έγινε η αναγνώρισή της, ως Αποστόλου Ηλέκτρα του Νικολάου, με χειρόγραφη σημείωση πάνω στο δελτίο νεκροτομίας: «Ανεγνωρίσθη υπό της σημάνσεως ένθα ήτο σεσημασμένη ως κομμουνίστρια υπ’ αριθμ. 59953». Στα συμπεράσματα του ίδιου δελτίου αναγράφεται: «Επί του πτώματος παρατηρούνται τούτο μεν κακώσεις εκ μαστιγώσεως τούτο δε εγκαύματα εν ζωή και μετά θάνατον γενόμενα. Ο θάνατος οφείλεται κυρίως εις τας κακώσεις καθ’ όσον τα εγκαύματα εγένοντο κατά τας τελευταίας στιγμάς της θανούσης».
Έχει τεκμηριωθεί από αρκετές μαρτυρίες (μια από τις έρευνες είχαν διεξάγει αμέσως μετά την απελευθέρωση οι ηθοποιοί Δημήτρης και Μιράντα Μυράτ), ότι στη διάρκεια της ανάκρισης οι βασανιστές θεώρησαν πως η εξαντλημένη Ηλέκτρα είχε ήδη πεθάνει, την έριξαν σε ένα από τα ισόγεια δωμάτια του πρώην ξενοδοχείου, όπου υπήρχε πόρτα υπηρεσίας, κολλητά σχεδόν με αυλή γειτονικής πολυκατοικίας. Η Ηλέκτρα συνήλθε και πέρασε στο διπλανό σπίτι, αλλά οι ασφαλίτες βασανιστές την εντόπισαν, την έσυραν πάλι στο «Κρυστάλ» και την αποτελείωσαν.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, οι ασφαλίτες αντιλήφθηκαν ότι η Ηλέκτρα Αποστόλου προσπαθούσε να αποδράσει, επειδή όταν ανέβαινε την σκάλα υπηρεσίας του γειτονικού σπιτιού, μια γυναίκα την είδε και άρχισε να φωνάζει. Ισχύει ότι η γυναίκα τρόμαξε βλέποντας την Ηλέκτρα σε κακή κατάσταση; Ισχύει κάτι άλλο που είχε διηγηθεί στον γράφοντα η Ν.Π., μόνιμη κάτοικος της περιοχής από την δεκαετία του ’30; «Αν συνέβη αυτό που λένε, να τρόμαξε, μπορεί... Αλλά να ξέρεις, εδώ οι περισσότεροι ήθελαν να τα έχουν καλά με την Ειδική, κι άλλοι προσπαθούσαν να το σκάσουν, αλλά ειδοποιούσαν, δεν τους βοηθούσαν. Έλεγαν, είμαστε καλά με την Ασφάλεια εδώ πέρα, δεν τους αγαπούσαν τους κομμουνιστές. Να ξέρεις, εμένα ο αδερφός μου ήταν πολιτικός μηχανικός, δούλευε στα λιμενικά έργα των Γερμανών, έπαιρνε πολύ καλά χρήματα τότε, έκλαιγε με αναφιλητά όταν έφευγαν οι Γερμανοί, δεν ξέραμε τι θα γινόταν την επομένη...».
Είναι γνωστό, επίσης, ότι πολλοί και πολλές που έμπαιναν στην Ειδική Ασφάλεια ακρωτηριάζονταν από τα βασανιστήρια, τα κομμάτια τους ρίχνονταν στους υπονόμους και ξεβράζονταν όταν οι υπόνομοι πλημμύριζαν από τις βροχές (όπως είχε συμβεί στην πλατεία Αττικής και την οδό Στουρνάρα το φθινόπωρο του 1944). Αρκετοί από τους περιοίκους της Ειδικής Ασφάλειας, όμως, πίστευαν ότι «ήταν τότε μια ήσυχη γειτονιά». Η εγκληματική ιστορία της Ειδικής Ασφάλειας, η ΕΝΟΧΙΚΑ αποσιωπημένη και σκανδαλωδώς υποβαθμισμένη, απομένει να γραφτεί, από ό, τι και όπως σώθηκε ή μπορεί να προσφέρει τεκμήρια μέχρι σήμερα.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, η Ηλέκτρα Αποστόλου σκοτώθηκε από τους κτηνάνθρωπους της Ειδικής Ασφάλειας σε ηλικία 32 ετών. Όταν η είδηση μαθεύτηκε στις ελεύθερες συνοικίες της Αθήνας, πολύς κόσμος θρήνησε τον χαμό της, ακόμα και με αυτοσχέδια ποιήματα, που ενσωμάτωναν τον αγώνα και τον χαμό της Ηλέκτρας στον αγώνα και τις θυσίες της συλλογικότητας για ελευθερία και δικαιοσύνη: «Κι αν έφυγες δε χάθηκες στη λήθη/χιλιάδες αναστήθηκες φορές/καυτό το αίμα απ’ τα δικά σου στήθη/σ’ άλλων συντρόφων χύθηκε ζωές».
Ακόμα και σήμερα, η Ηλέκτρα και οι εκατοντάδες άντρες και γυναίκες που μαρτύρησαν στο κολαστήριο της Ειδικής Ασφάλειας, διεκδικούν την αξιοπρέπεια της μνήμης τους, σε μια περιοχή όπου η ακροδεξιά δείχνει το απαίσιο πρόσωπό της και δεν υπάρχει η παραμικρή επιγραφή ιστορικής σήμανσης. Και, όχι, δεν μου αρέσουν οι νεκρολογίες, αλλά στην εποχή της σκοταδιστικής χυδαιότητας δεν θα επιτρέψουμε να σχετικοποιηθούν τα πάντα!