Σελίδες

Χάσαμε την αγάπη

του Νίκου Ξυδάκη

Του είχε πει του πράκτορα, να μη βγάλει εισιτήριο εφτά το πρωί. Σχόλασε μεσάνυχτα, ήπιε λαίμαργα τέσσερα ουίσκια με τον Δημήτρη, είδε κι ένα άνιμαλ πλάνετ, πήγε τρεις. Χτύπησε το ξυπνητήρι, το ’κλεισε, χτύπησε το κινητό, το ’κλεισε. Τα ξανάκλεισε δυο φορές. Την τρίτη φορά, ανασηκώθηκε ζαλισμένος και αφυδατωμένος. Ηταν παρά είκοσι. Το αίμα ανεβοκατέβηκε έμβολο, είχε χάσει το πλοίο. Επεσε αποκαμωμένος.
Ηταν Μεγάλη Παρασκευή. Από το πρακτορείο ήταν σαφείς: Δεν υπήρχε καμία θέση έως τη Δευτέρα. Το τσιγάρο επέτεινε το φαρμάκωμα. Την Τρίτη έπιανε δουλειά.


Μόνος, στην πόλη, στο βουβό σπίτι, με την οικογένεια –τις οικογένειες– στα νησιά. Πότε είχε ξεμείνει στην πόλη Πάσχα; Πριν από δεκαπέντε χρόνια, αλλά όχι μόνος· όταν γεννήθηκε ο μεγάλος. Πήγε για Ανάσταση στο παρεκκλήσι του λόφου.

Είχε να ξεκουκκίσει τέσσερα εικοσιτετράωρα γιορτής χωρίς το αποκούμπι της οικογένειας, της εργασίας, της ρουτίνας. Πώς να κυλήσουν; Προτού κυλήσει το πρωινό, ένιωθε ήδη τις ώρες να τον βαραίνουν στο στήθος.
Τάισε τη γάτα, έφτιαξε καφέ, άλλαξε νερό στα χρυσόψαρα, έκανε μια ώρα διάδρομο, ιδρωκόπησε ακούγοντας τα Πάθη στα ακουστικά. «Εγώ εις τούτο γεγένημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρυτυρήσω τη αληθεία. Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής. Λέγει αυτώ ο Πιλάτος· τι εστίν αλήθεια;» Τι εστίν; Τριγύρισε στα άδεια δωμάτια των παιδιών, σαν κλέφτης. Ανοιξε το μέιλ, τίποτε, άδειο, ψόφια τα μπλογκ. Μέχρι να ανοίξουν τα μαγαζιά, βυθίστηκε στην μπανιέρα.

Βγήκε στους δρόμους. Βούιζε η πόλη, τα τελευταία ψώνια, φορτωμένα γιώτα-χι, φοιτήτριες με σακ βουαγιάζ, δώρα της τελευταίας στιγμής. Ηπιε καφέ στο βιβλιοπωλείο των φίλων, κάτι ξεμείνηδες περνούσαν και άφηναν ευχές. Προσώρας ένιωσε οικεία, ανακύκλωνε μια καθησυχαστική ρουτίνα.

Πήρε τους δρόμους. Ελισσόμενος ανάμεσα σε βιαστικούς, σκέφτηκε να πάει το βράδυ στο Χαλάνδρι για τον Επιτάφιο. Πλάι στη ρεματιά βρίσκεται η μόνη ενορία που γνωρίζει. Ανακουφίστηκε. Το αττικό δειλινό τον τύλιξετούλι μελαγχολικό. Μέθυσε. «Οξος εποτίσθης και χολήν», «Ιωσήφ κηδεύει μετά του Νικοδήμου νεκροπρεπώς τον Κτίστην» ― ο Επιτάφιος τον έριξε, χάθηκε ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν φίλους και προορισμό. Γλίστρησε διακριτικά από γνωστούς και κατέβηκε αργά την Κηφισίας. Εβλεπε τα φώτα της, γνώριμα και μαζί απόμακρα. Στους Αμπελόκηπους πρόλαβε έναν καφέ στα Σταρμπακς. Μπήκε στο ίντερνετ καφέ: κλείνουμε, κύριε. Εφυγε πτοημένος. Ολα έκλειναν. Στο μαγέρικο της λεωφόρου, παράγγειλε χόρτα.
Το σπίτι βουβό. Στο νησί θα οργίαζε το χαμομήλι. Τέτοια μέρα έτρωγαν κουκιά και βλαστάρια. Ονειρεύτηκε Πάσχα στον Μαραθώνα, τους μπαξέδες με τις αγκινάρες, τα δισκάκια του Τσιτσάνη, τους άντρες να ψήνουν αρνιά.

Το Μεγάλο Σάββατο ξημέρωσε βαρύ. Η Σόλωνος βιαζόταν, η Πανεπιστημίου χαλάρωνε, στη Φειδίου πίνανε ρακές, η Χαρ. Τρικούπη κουβαλούσε λεωφορεία.

Μες στη λιακάδα του πρωινού αταβιστικά τράβηξε προς τη θάλασσα. Περπάτησε στην τσιμεντωμένη παραλία. Περπάτησε χιλιόμετρα κλωτσώντας χαλίκια, απέφευγε να κοιτάει τον ορίζοντα. Το μεσημέρι βρέθηκε στη γενέθλια γειτονιά. Σχεδόν αγνώριστη. Μικρές πολυκατοικίες και γιώτα-χι με δόσεις. Ακούγονταν τραγούδια.
Το φως άλλαζε ώρα με την ώρα, κι ο άνθρωπος ήταν πια αντιμέτωπος μόνος με την Ανάσταση. Ποιον θα φιλούσε;

vlemma.wordpress.com