Η τάση που αποκτά ιδιαίτερη παιδαγωγική αξία είναι η οργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων που έχουν στόχο την εισαγωγή των παιδιών σχολικής αλλά και προσχολικής ηλικίας στον κόσμο της τέχνης γενικά και στον μικρόκοσμο των μουσειακών συλλογών ειδικότερα. Μάλιστα, εντάσσοντας τη μάθηση και τη δράση εκεί όπου το θέατρο ορίζεται και ως χώρος, η εξοικείωση των παιδιών με τον κόσμο των καλών τεχνών, μέσα από παραστασιακές διαδικασίες, είναι ένα στοίχημα που αξίζει να κερδηθεί.


Το θεατρικό δρώμενο-παράσταση στο θέατρο Τόπος Αλλού, με τον τίτλο Γιατί χαμογελάει η Τζοκόντα (κείμενο - σκηνοθεσία: Νίκος Καμτσής) «ακουμπά» ακριβώς σε αυτή τη λογική, συνδυάζοντας τη θεατρική «γλώσσα» και την αισθητική αγωγή μέσα στον χώρο του θεάτρου. Η παράσταση είναι ένα παραμύθι, στο οποίο ένα κορίτσι είναι ο προνομιακός συνομιλητής του Νταλί, ταξιδεύει μέσω της ζωγραφικής στον χώρο και τον χρόνο και συναντά τον Ντα Βίντσι, τον Σαγκάλ, τον Ντεγκά, τον Τσαρούχη, αλλά και τον Θεόφιλο. Μέσα από τους φανταστικούς διαλόγους της μικρής κοπέλας με τους ζωγράφους παρουσιάζονται γνωστά έργα τους, οι ζωγραφισμένες μορφές αποκτούν λόγο και κίνηση, ενώ δεν λείπουν ανεκδοτολογικά στοιχεία που φωτίζουν τη ζωή και κυρίως τη στάση των μεγάλων αυτών ζωγράφων απέναντι στην ίδια τη δημιουργία. Φυσικά, υπάρχουν στοιχεία παραμυθιού και «παραβάσεις» που δεν θα δέχονταν ιστορικοί της τέχνης, αλλά που στον κόσμο του θεάτρου λειτουργούν ενισχυτικά. Για παράδειγμα, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι ήταν μάγειρας και μάλιστα ζαχαροπλάστης στην αυλή του Λουντοβίκο Σφόρτσα, η δραστηριότητά του όμως κρίθηκε ως απαράδεκτη από τους ανθρώπους της εποχής του, μια και οι συνταγές του αλλά και οι μαγειρικές του μηχανές κρίθηκαν πολύπλοκες και γενικώς αποτυχημένες, με τις μηχανές μάλιστα να χρησιμοποιούνται περισσότερο ως πολεμικές ευρεσιτεχνίες. 

Όταν, λοιπόν, στην παράσταση ο Ντα Βίντσι παρουσιάζεται ως αδαής μάγειρας, διαπιστώνουμε ότι εγκιβωτίζεται περιληπτικά και ουσιαστικά η άποψη των συγχρόνων του, ενώ συγχρόνως δίνεται έμφαση στο Μυστικό Δείπνο, στη Μόνα Λίζα και το αινιγματικό της χαμόγελο, στα υπέροχα σχέδια ανατομικής και στα προωθημένα σχέδια αεροπλοΐας.

Η παράσταση βασίζεται στη μεταμοντέρνα και διακειμενική προσέγγιση της ιστορίας της τέχνης. Οι χρονολογίες δεν έχουν γραμμικότητα, οι χώρες και τα μέρη που επισκέπτεται το κορίτσι δεν ακολουθούν το συμβατικό τρόπο παρουσίασης. Οι ζωγράφοι συνομιλούν μεταξύ τους, υπερβαίνοντας τις διαφορετικές εποχές στις οποίες έζησαν και δημιούργησαν και λύνουν απορίες που έχουν παιδιά και ενήλικες όταν έρχονται σε επαφή με τη ζωγραφική τους.

Η Πηνελόπη Μπολάνου, που ενσαρκώνει το κορίτσι των ζωγράφων, ταξιδεύει σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους μέσα από τους πίνακες, με χαρακτηριστική άνεση και αμεσότητα. Ξεπηδά από πορτρέτα, υποδύεται τους ζωγράφους, «πειράζει» τις δημιουργίες τους και κινητοποιεί τους μικρούς θεατές, ώστε όλοι να συμμετέχουν και να συνδιαμορφώνουν την παράσταση, ανεβαίνοντας στη σκηνή και ζωγραφίζοντας. Το σκηνικό και τα ενδυματολογικά στοιχεία που εμπλουτίζουν την παράσταση είναι ευέλικτα και έξυπνα, λειτουργώντας ως δραματικές γέφυρες για την εξέλιξη της ιστορίας (σκηνικά - κοστούμια: Μίκα Πανάγου).
Η παράσταση παρουσιάζει όψεις της ζωγραφικής χωρίς περιττές πόζες, εστιάζοντας στην ουσία. Δηλαδή, ότι για να αγαπήσεις τη ζωγραφική δεν χρειάζεται να αποστηθίσεις χρονολογίες και καλλιτεχνικά ρεύματα, ούτε να συμπορεύεσαι με τη μόδα και την επικαιρότητα. Αντιθέτως, χρειάζεται να τη νιώσεις με όλες τις αισθήσεις σου, να γίνετε συνοδοιπόροι και συνομιλητές.
 
* Η Ελευθερία Ράπτου είναι θεατρολόγος, υπ. διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ.