Σελίδες

Προσοχή στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας

Του Θωμά Σίδερη

Γραμμή Βικτώρια Πειραιά. Του θανάτου. Προσοχή στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας. Πόσες ανθρώπινες ψυχές χωράνε στο κενό; Προσοχή στο διάζωμα μεταξύ καθήκοντος και ρατσιστικής βίας. Προσοχή στη γραμμή μεταξύ ατυχήματος και δολοφονίας.

Εγώ δεν είμαι δολοφόνος. Είμαι δημοτικός αστυνόμος που προσλήφθηκα στην υπηρεσία μέσω ΑΣΕΠ. Είμαι απόφοιτος λυκείου, υπηρέτησα στις Ειδικές Δυνάμεις, πήρα μόρια κι από κει. Ξέρω ηλεκτρονικούς υπολογιστές... Word, Excel, Βασικές αρχές διαδικτύου. Ξέρω και αγγλικά. Do you understand what I say; Τι δεν καταλαβαίνεις; Παίρνω κάτω από χίλια ευρώ κι όλη μέρα είμαι στους δρόμους. Κόβω κλήσεις, κυνηγάω τους παράνομους μικροπωλητές...

Αυτή η ιστορία έχει αρχίσει και με κουράζει. Τους διώχνεις από δω, πάνε λίγο παρακάτω. Τους πιάνεις με το καλό... Εντάξει, με το καλό δεν καταλαβαίνουν. Τους κάνουμε κατάσχεση όλο το εμπόρευμα, πάνε και βρίσκουν άλλο. Από παράνομες αποθήκες γεμάτη η Αθήνα. Εμείς δεν μπορούμε να τις βρούμε γιατί είναι καμουφλαρισμένες. Ο μετανάστης δεν είναι. Ο μετανάστης κάνει μπαμ από μακριά. Ο μετανάστης έχει θράσος. Ενώ ξέρει ότι είναι παράνομος, βγαίνει και πουλάει ανοιχτά. Τι πουλάει; Μαϊμούδες, άχρηστα, τιποτένια. Είναι για κλωτσιές. Κι αυτός κι αυτά που πουλάει.

Δεν είμαι ρατσιστής. Κανένα από τα παιδιά στην υπηρεσία δεν είναι ρατσιστής. Αλλά όταν όλη μέρα είσαι στο δρόμο, βλέπεις πολλά. Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση.

Εγώ δεν τον κυνήγησα. Εγώ δεν του είπα να πάει από κει. Εγώ του φώναζα ότι θα πέσει. Εγώ δεν είδα και δεν ξέρω τίποτα. Εγώ δεν έχω καμιά ευθύνη.

Εγώ έχω την ευθύνη. Ποιος είμαι εγώ; Εγώ είμαι ο Μπαμπακάρ. Ο Μπαμπακάρ Ντιάε. Με ξέρεις. Πήρες από μένα τα κοκαλάκια για τα μαλλιά σου στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ήτανε κόκκινα, ροζ, πορτοκαλί... Και την κορδέλα για τα μαλλιά που φορά η κόρη σου, πάλι από μένα την πήρες. Ήμουνα στον πεζόδρομο της Κοραή την προηγούμενη Δευτέρα. Θυμάσαι που έσερνα ένα καφάσι με ψάρια προχθές στη γειτονιά σου; Σταμάτησες, με ρώτησες αν είναι φρέσκα και μετά αγόρασες ένα κιλό.

Κάθε φορά που με ‘βλεπες να σέρνω εκείνο το καφάσι, μου έκανες σχεδόν την ίδια ερώτηση. «Από την Αίγυπτο είσαι;» «Από το Πακιστάν είσαι;» Ποτέ δε σου πέρασε απ’ το μυαλό να πεις ότι είμαι από τη Σενεγάλη; Ούτε ξέρεις πού πέφτει, ούτε και θα μάθεις ποτέ. Ξέρεις πόσους Μπαμπακάρ έχει η Σενεγάλη; Ίσως και να μη χρειάζονται όλοι αυτοί στον κόσμο. Ίσως να μη χωράνε.

Σου έβαλα ένα ψάρι παραπάνω για το παιδί σου που με κοιτούσε μες στα μάτια. Με θυμήθηκες τώρα; Το ίδιο βράδυ που ήρθες με παρέα για να διασκεδάσεις στα μπουζούκια, εγώ ήμουν ο παρκαδόρος σε κείνο το πάρκινγκ στην Πειραιώς. Μου έδωσες τα κλειδιά, μου τα εμπιστεύτηκες για την ακρίβεια, και μου είπες: «Πρόσεχέ το! Το χρωστάω ακόμα...» Τα ξημερώματα, βγήκες απ’ το μαγαζί, πέρασες το δρόμο απέναντι και ήρθες ν’ αγοράσεις χοτ ντογκ. Όση ώρα στο έφτιαχνα, κοιτούσες διαρκώς τα χέρια μου. Στο τέλος με ρώτησες αν είναι καθαρά. Σου είπα ότι όσο κι αν τα πλύνω, δεν θ’ αλλάξει ποτέ το χρώμα τους. Πέρασες απέναντι και ήρθες να με βρεις. Σου έδωσα τα κλειδιά κι έφυγες χωρίς άλλη κουβέντα. Στο πρώτο βενζινάδικο που βρήκες σου έβαλα βενζίνη και σου έπλυνα το παρμπρίζ χωρίς να μου το ζητήσεις.

Έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου. Δυο παιδιά δεν είναι λίγο. Στόματα... όλο ζητάνε να φάνε. Το μικρό όλο τον Γενάρη είχε βήχα. Τα φάρμακα είναι ακριβά. Και τα εμβόλια, ακόμα πιο ακριβά. Όλο εμβόλια είναι τα μικρά.

Τους αστυνόμους δεν τους φοβάμαι πια. Κάποτε με ρώτησε ένας αστυνόμος πώς με λένε. Του είπα «Μπαμπακάρ». Του άρεσε τ’ όνομά μου. Από τότε, κάθε μετανάστη που βλέπει, του λέει «Μπαμπακάρ, έλα δω, δώσε μου τα χαρτιά σου».

Γιατί τρέχω τότε; Γιατί έμαθα να τρέχω. Κι άμα μάθει κάτι ο άνθρωπος, δύσκολα το ξεχνάει. Τρέχουν οι αστυνόμοι, τρέχω κι εγώ. Με κυνηγάνε αυτοί, κρύβομαι εγώ.

Γιατί κρύβομαι; Γιατί τα στόματα απ’ τα μικρά περιμένουν ανοιχτά. Σαν να ‘ναι στόματα από σπουργίτια. Βλέπεις, και τα σπουργίτια έχουν σκουρόχρωμα φτερά.

Δε με κυνήγησε κανένας. Μόνος μου ανέβηκα πάνω στη γέφυρα. Για να δω το φεγγάρι. Το απόγευμα είχε πολλά σύννεφα και νόμιζα ότι θα βρέξει. Μετά, δεν ξέρω κι εγώ πώς, καθάρισε ο ουρανός. Έχεις δει ποτέ το φεγγάρι από τη γέφυρα του Θησείου; Όχι ε; Χάνεις...



Μετά, το φεγγάρι, δεν ξέρω κι εγώ πώς, έπεσε κάτω στη γης. Αλλά όχι όπου κι όπου. Πάνω στις γραμμές του τρένου. Να ‘χω το φεγγάρι τόσο κοντά και να μην το πιάσω; Ήταν ευκαιρία. Ένιωσα πως ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος που είχε το φεγγάρι τόσο κοντά του και μπορούσε να το πιάσει. Άνοιξα τα χέρια και χωρίς δεύτερη σκέψη, έπεσα στο κενό.