Τα «κουπόνια εκπαίδευσης» (education vouchers) δεν αποτελούν μια νέα πολιτική παρέμβαση στη σφαίρα της τυπικής και μη τυπικής εκπαίδευσης.
Έχουν εφαρμοσθεί κυρίως στις ΗΠΑ σε επίπεδο τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος καθώς και σε σκανδιναβικές χώρες σε προγράμματα μη τυπικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Τα αποτελέσματα της υλοποίησής του είναι αμφιλεγόμενα με κυρίως αρνητικά αποτελέσματα κατά την εφαρμογή του σε επίπεδο τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος. Μία πτυχή αρνητικών συνεπειών αποτέλεσε το κλείσιμο αρκετών σχολικών μονάδων και αρκετές απολύσεις εκπαιδευτικών.
Μεγάλη είναι η κριτική που ασκείται σε πολλές από τις μορφές των «εκπαιδευτικών επιταγών», στο κατά πόσο η εφαρμογή τους εξυπηρετεί με συνέπεια τους σκοπούς και τους στόχους που διακηρύσσουν.
Η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται, με κριτικό τρόπο, μπορεί να συνοψισθεί στα παρακάτω:
- Η αλλοίωση της φυσιογνωμίας των φορέων εκπαίδευσης και της εκπαιδευτικής διεργασίας,
- Ο κίνδυνος αθέμιτων πρακτικών ανταγωνισμού σε έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα,
- Η ελλειπτική αντιμετώπιση της εκπαιδευτικής μονάδας (αγνοώντας δηλαδή τον κοινωνικό της ρόλο και την πιθανότητα όξυνσης δυσμενών φαινομένων όπως διακρίσεις, ρατσισμός, περιθωριοποίηση σε σχέση με το οικονομικό status των εκπαιδευομένων),
- Η έμμεση κρατική χρηματοδότηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης,
- Οι στρεβλώσεις, οι ανισότητες και οι ποιοτικές διακυμάνσεις που δημιουργούνται από τη γεωγραφική και χωροταξική διάρθρωση (ανθρωπογεωγραφία) του πληθυσμού (κέντρο-περιφέρεια),
- Η διαμόρφωση ενός προνομιακού πεδίου συνδιαλλαγής εκπαιδευτικών κέντρων και επιχειρήσεων (ειδικά σε τεχνική εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση),
- Ο κατακερματισμός των σπουδών και η υποβάθμιση του περιεχομένου τους,
- Η αποδυνάμωση της δημόσιας παιδείας από τον κίνδυνο υποχρηματοδότησης κρατικών δομών και ιδρυμάτων,
- Η προώθηση του ατομικισμού σε βάρος της συλλογικότητας, της συνεργατικής μάθησης και κουλτούρας, καθώς και η «εμπορευματοποίηση» της γνώσης με την άνευ όρων παράδοση των προγραμμάτων σπουδών στις ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης συνοψίζουν την αρνητική επιχειρηματολογία.
- Επίσης αρκετές ενστάσεις εγείρονται και για την εγκυρότητα του «μοντέλου αξιολόγησης» μια και η επιλογή εκπαιδευτηρίου είναι πολυπαραγοντική (γεωγραφική θέση, δίδακτρα, διασύνδεση με την αγορά εργασίας, διαφήμιση, σύστημα βαθμολόγησης) και δεν απεικονίζει ούτε προάγει κατ’ ανάγκη την ποιότητα των σπουδών.
Τα παραπάνω αποτελούν σημεία αμφισβήτησης σε βασικές, αναγκαίες και κοινά αποδεκτές εκπαιδευτικές αξίες, που πέρα από τις ιδεολογικές αναφορές τροφοδοτούνται από τα αποτελεσμάτα υλοποίησης των συγκεκριμένων πολιτικών.
Η «εκπαιδευτική επιταγή» στην Ελλάδα
Χωρίς αμφιβολία η διαδικασία της δημοσιονομικής εξυγίανσης στην Ελλάδα έχει επιφέρει έντονες ανακατατάξεις και στην εγχώρια εκπαιδευτική δραστηριότητα.
Η υποχρηματοδότηση της Εθνικής Παιδείας και του εθνικού συστήματος δια βίου εκπαίδευσης, η δεδομένη αδυναμία ουσιαστικής και επιτυχούς διασύνδεσης των παρεχόμενων προγραμμάτων σπουδών με το «γίγνεσθαι» στην απασχόληση, η ραγδαία όξυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων και η ανησυχητική αύξηση της πρόωρης σχολικής εγκατάλειψης καθώς και η εντεινόμενη ¨διαρροή¨ εκπαιδευομένων από προγράμματα δια βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης -ως επακόλουθα της επιδείνωσης του επίπεδου διαβίωσης των Ελλήνων πολιτών- σε συνδυασμό με τις δυσμενείς εξελίξεις στην αγορά εργασίας, τη διόγκωση της ανεργίας (ειδικότερα στους νέους) και του ποσοστού ετεροαπασχόλησης έδωσαν την αφορμή για την ανάπτυξη ¨συζητήσεων¨ σχετικά με την ¨αναζήτηση¨ νέων και ¨καινοτόμων¨ πολιτικών χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και κατάρτισης και την εφαρμογή πολιτικών σχετικών με «εκπαιδευτικές επιταγές και κουπόνια» και «εξατομικευμένες χρηματοδοτήσεις» που μέχρι πριν από λίγα χρόνια απασχολούσε -σχεδόν αποκλειστικά- μόνο μια μικρή μερίδα των υποστηρικτών των φιλελεύθερων πολιτικών.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, στην χώρα μας, πριν την εφαρμογή του, δεν αναπτύχθηκε κανένας προβληματισμός γύρω από το συγκεκριμένο θέμα, δεν προηγήθηκε (ούτε καν με προσχηματικό τρόπο) οποιαδήποτε συζήτηση, διάλογος, ή έστω περιορισμένης ανταλλαγής απόψεων μεταξύ του κράτους, των κοινωνικών εταίρων, των εκπροσώπων των εκπαιδευτών, της επιστημονικής κοινότητας κλπ.
Αναντίρρητα, οι πρωτοβουλίες αλλαγής πολιτικών και οι διαδικασίες μετάβασης από ένα σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης και δια βίου εκπαίδευσης, όπου οι δομές (επαγγελματικής κατάρτισης και γενικής εκπαίδευσης ενηλίκων) χρηματοδοτούνται και λειτουργούν κατά κύριο λόγο (τα τελευταία 30 χρόνια) στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων με περιορισμένη αξιολόγηση, αμφίβολη αποτελεσματικότητα σε ένα περιβάλλον γενικότερης αμφισβήτησης και απαξίωσης, δεν μπορούν να είναι απότομες, απόλυτες, αυταρχικές, μονομερείς και μονοσήμαντες, δεν δύναται να πραγματοποιούνται χωρίς ευρύτερη συνενόηση, χωρίς κοινωνική συμφωνία, έστω κοινωνικό διάλογο και συνέργειες δράσεων.
Σε αυτήν την κατεύθυνση απαιτείται η ενεργοποίηση επαρκών διαδικασιών κοινωνικού διαλόγου και διαβούλευσης, με ουσιαστική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, της κοινωνίας των πολιτών και της επιστημονικής κοινότητας.
Παράλληλα ως απαραίτητη προβάλλει και η διάθεση ουσιαστικού και εποικοδομητικού χρόνου τόσο για πιλοτικές και στοχευμένες εφαρμογές, όσο και για δράσεις ουσιαστικής αξιολόγησης και ανατροφοδότησης της λειτουργίας του νέου συστήματος κατάρτισης και δια βίου εκπαίδευσης μέσα και από εξειδικευμένες-αρμόδιες δημόσιες ή κοινωνικού χαρακτήρα δομές
Η προϋπόθεση υψηλού βαθμού ετοιμότητας και συμβολής του δημοσίου τομέα στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των προγραμμάτων των «εκπαιδευτικών κουπονιών», σε μια χρονική στιγμή που οι φορείς του δημοσίου βρίσκονται σε μεγάλη αναστάτωση με αναδιαρθρώσεις, ανακατατάξεις και επίπονες διαδικασίες συγχωνεύσεων ή καταργήσεων αρμόδιων (με τους δημοσίους υπαλλήλους στη δίνη σημαντικών μισθολογικών μειώσεων και εργασιακής ανασφάλειας), εγκυμονεί έντονους κινδύνους αποτυχίας του όλου εγχειρήματος και μετεξέλιξής του σε μηχανισμό ποιοτικής υποβάθμισης και «συνδιαλλαγής».
Σε κάθε περίπτωση αναγκαία συνθήκη για την επιτυχή υλοποίησή τους -ειδικά στις περιπτώσεις της επαγγελματικής κατάρτισης και της δια βίου εκπαίδευσης- αποτελεί η συνεχής καλλιέργεια αξιών, αντιλήψεων και στάσεων προσανατολισμένων στη μάθηση, την συλλογικότητα, την κριτική σκέψη, την ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσης και την εκπαιδευτική καινοτομία, στοιχεία που δεν έχουν αναπτυχθεί ούτε στην ευρύτερη κοινωνική διεργασία, ούτε στην ειδικότερη εκπαιδευτική.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως έχει παρατηρηθεί -και λειτουργεί σχεδόν αξιωματικά- ότι σε περιόδους ύφεσης και συρρίκνωσης της οικονομίας, υψηλής ανεργίας και δυστοκίας στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, μείωσης του κράτους πρόνοιας και των κοινωνικών παροχών, η υλοποίηση εκπαιδευτικών πολιτικών που προάγουν την «εξατομίκευση» -σε βάρος της συλλογικότητας- περισσότερο ευνοούν την ενίσχυση της εμπορευματοποίησης της επαγγελματικής κατάρτισης, παρά βελτιώνουν τη θέση, την ποιότητα του Εθνικού Συστήματος Δια Βίου Εκπαίδευση, καθώς και τον κοινωνικά ενισχυτικό του ρόλο.
Προσεγγίζοντας, λοιπόν, επαγωγικά το σχεδιασμό και την υλοποίηση των προγραμμάτων «εξατομικευμένης χρηματοδότησης» στη χώρα μας -τη δεδομένη κοινωνικοοικονομική συγκυρία- μπορούμε να επισημάνουμε τους εξής πιθανούς κινδύνους, (πολλαπλές) δυσλειτουργίες, «υπαρξιακά ζητήματα» και σύνθετες αρνητικές προεκτάσεις-αλλοιώσεις αφενός στην καθεαυτή εκπαιδευτική διαδικασία και διεργασία και αφετέρου στη γενικότερη φιλοσοφία της μάθησης.
Συγκεκριμένα:
• Ανάπτυξη στους εν δυνάμει εκπαιδευόμενους του πνεύματος της συναλλαγής και της οικονομικής συνδιαλλαγής. Η λειτουργία και οι διαδικασίες της αυτορύθμισης της «αγοράς» στο πεδίο της εκπαίδευσης με την εγκαθίδρυση μιας ιδιότυπης «συνεργασίας» μεταξύ εκπαιδευτικών κέντρων και εκπαιδευόμενων ή καταρτιζόμενων ενδέχεται να επιφέρουν αρνητικά αποτελέσματα υπονομεύοντας την «ταυτότητα» της μάθησης.
• Καλλιέργεια της αντίληψης της εκπαίδευσης ως προϊόν ανταλλαγής στο δίπολο «εκπαιδευτική επιταγή-απονομή του επιθυμητού τίτλου σπουδών». Προωθείται η άκρως εμπορική ιδέα της μάθησης, όπου ο εκπαιδευόμενος μπορεί να «πουλάει» το «εκπαιδευτικό κουπόνι» με ανταλλάγματα οικονομικής φύσεως ή την «ευνοϊκή» αντιμετώπισή του κατά τη διάρκεια της σπουδαστικής δραστηριότητας. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια αρνητικού τύπου συνδιαλλαγή, η οποία σε καμία περίπτωση δεν είναι εφικτό να ελεγχθεί αποτελεσματικά.
• Μετατροπή των φορέων δια βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης σε «κυνηγούς εκπαιδευομένων», με την επίφυλαξη της επικράτησης του marketing, της διαφήμισης και της επικοινωνίας του «εκπαιδευτικού εμπορεύματος» έναντι της ποιότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας και των εκπαιδευτών.
• Αξιολόγηση με όρους μαζικής συμμετοχής και όχι με ρήτρες ποιότητας, πραγματικής διασύνδεσης με την απασχόληση και μεσοπρόθεσμης απορρόφησης στην αγορά εργασίας, εκσυγχρονισμού της πρακτικής άσκησης και καινοτομικής διάστασης των προγραμμάτων σπουδών, ώστε αυτά να ανταποκρίνονται με επάρκεια στις διαρκείς τεχνολογικές εξελίξεις και μεταβολές των παρεχόμενων ειδικοτήτων.
• Δυσκολίες ελέγχου τήρησης και αξιολόγησης της συνεπούς και ποιοτικής εκπαιδευτικής διαδικασίας
• Ποιοτική υποβάθμιση της ουσιαστικής διαδικασίας μάθησης και της εκπαιδευτικής διεργασίας.
• Μετασχηματισμός του χαρακτήρα της εκπαίδευσης από δημόσια διαδικασία σε ατομική υπόθεση, από δημόσιο αγαθό και δικαίωμα σε ατομική υποχρέωση.
• Κίνδυνος υποχρηματοδότησης ή μη χρηματοδότησης των δημόσιων ή κοινωνικού χαρακτήρα φορέων .
• Ανάπτυξη «ολιγοπωλιακών» πρακτικών στην εκπαιδευτική αγορά με σιωπηρές συμφωνίες εκπαιδευτηρίων και επιχειρήσεων των κλάδων.
• Μη αποτελεσματική αντιμετώπιση και πιθανή όξυνση των γεωγραφικών ανισοτήτων στην δια βίου εκπαίδευση και κατάρτισηη καθώς σε πόλεις με μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση θα παρατηρείται υπερπληθώρα εκπαιδευτικών δομών (λογική προσφοράς και ζήτησης) σε αντίθεση με περιοχές μικρού σπουδαστικού πληθυσμού, που η χαμηλή ζήτηση θα υπονομεύει την ποιότητα (εκπαιδευτηρίων και εκπαιδευτικών) ή ακόμα και τη βιωσιμότητά τους.
• Έμμεση πρόωθηση της κρατικής χρηματοδότησης των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και κίνδυνος γενίκευσης (από την πιλοτική εφαρμογή) των αντίστοιχων προγραμμάτων και στο τυπικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Από την άλλη μεριά, με την ενδεχόμενη εφαρμογή προγραμμάτων «εκπαιδευτικών κουπονιών» με συγκεκριμένη στόχευση και προϋποθέσεις, μέσα σε ένα περιβάλλον διαφάνειας, ισχυρής εποπτείας-ελέγχου και με μια μεθοδολογία που να διασφαλίζει την ποιοτική αξιολόγηση έναντι της μονομερούς ποσοτικοποίησης και των πρακτικών «κερδοφορίας» από τη μαζική προσέλκυση «εκπαιδευτικών επιταγών» θα μπορούσαν να διερευνηθούν δυνατότητες θετικής εφαρμογής του, προσδώσουν μεγαλύτερη προστιθέμενη κοινωνική και αναπτυξιακή αξία στους υφιστάμενους μηχανισμούς εκπαίδευσης, αντιμετωπίζοντας σε ένα βαθμό και γενεσιουργές αιτίες των εκπαιδευτικών ανισοτήτων.
Ειδικότερα:
• «Vouchers κοινωνικών κριτηρίων»: Επιλογή των εκπαιδευόμενων - δικαιούχων με κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια ώστε να αρθούν οι περιορισμοί και να ενισχυθεί η πρόσβαση των εκπαιδευομένων, προερχόμενων από ασθενέστερες εισοδηματικές τάξεις ή μειονεκτούσες ομάδες, στην κατάρτιση αλλά και στην ειδικότητα που επιθυμούν. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να δοθεί στήριξη σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες βελτιώνοντας της πρόσβασής των κοινωνικά ασθενέστερων καταρτιζόμενων στην επαγγελματική κατάρτιση και τις δομές δια βίου εκπαίδευσης, που βιώνουν συνθήκες αποκλεισμού.
• Παροχή δυνατότητας σε εργαζόμενους και ανέργους να επιλέξουν οι ίδιοι το αντικείμενο κατάρτισής τους σύμφωνα με τις προσωπικές τους ανάγκες και κριτήρια.
• Παροχή δυνατότητας σε εργαζόμενους και ανέργους να ενισχύουν τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους στον χρόνο που οι ίδιοι κρίνουν, και όχι ανάλογα με την ετοιμότητα των κρατικών μηχανισμών ή την εξυπηρέτηση αναγκών απορρόφησης κοινοτικών κονδυλίων, που έχει ως αποτέλεσμα την υπερπληθώρα προγραμμάτων σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους ή αντίστοιχα την ανυπαρξία προγραμμάτων σε κρίσιμες περιόδους για την αναπτυξιακή διαδικασία της χώρας και την καταπολέμηση της ανεργίας .
• Διαμόρφωση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού ανάμεσα στους φορείς κατάρτισης και δια βίου εκπαίδευσης προς όφελος της εκπαιδευτικής διαδικασίας και τελικά των εργαζομένων και ανέργων.
4.5.2012
Των Χρήστου Γούλα -Διευθυντή ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, Παναγιώτη Κορδάτου -Επιστημονικού Συνεργάτη ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ