Book Book
Οι πρώτες ιστορίες για τον κόσμο ξεκινάνε με μια κίνηση ανυπακοής: Η Εύα τρώει το απαγορευμένο μήλο, ο Προμηθέας κλέβει τη φωτιά από τους θεούς, η Πανδώρα ανοίγει το κουτί. Αν δεν υπήρχε ανυπακοή η ιστορία δεν θα είχε ξεκινήσει, ο κόσμος δεν θα είχε ξεκινήσει. Στην Οδύσσεια, οι σύντροφοι του Οδυσσέα θέλοντας να δουν τι ήταν κρυμμένο στον ασκό που τους είχε χαρίσει ο Αίολος, τον λύνουν και «αμέσως έξω σκορπιστήκαν όλοι οι αγέρηδες, κι αυτούς, θρηνώντας, τους αρπάζει η θύελλα, τους έφερε βαθιά στο πέλαγο, τόσο μακριά από την πατρική μας γη» (Οδύσσεια, μτφ. Δ. Μαρωνίτης, ΙΝΣ).
Πάντα η ανυπακοή έχει το κόστος της και το τίμημά της.
Σχεδόν όλες οι ιστορίες ξεκινούν με μια ανυπακοή. Στα παραμύθια είναι συστατικό της πλοκής τους:
Μια μέρα η μαμά της Κοκκινοσκουφίτσας τη φώναξε και της είπε: «κόρη μου, η γιαγιά σου είναι πολύ άρρωστη. Σε παρακαλώ πήγαινέ της αυτό το βαζάκι βούτυρο και τη φρεσκοψημένη κρέμα που της έφτιαξα».
«Πολύ καλά, μητέρα» είπε η Κοκκινοσκουφίτσα κι έτρεξε να φέρει το καλαθάκι της για να βάλει το βούτυρο και την κρέμα.
«Να προσέχεις», της είπε η μητέρα της καθώς τη φιλούσε. «Μη βγεις από το μονοπάτι, μη χασομερήσεις στο δρόμο σου, και να μην πιάσεις κουβέντα με κανένα ξένο».
«Κρι-κρι-κρι!»
«Ποιος με φωνάζει;» ρώτησε ο Πινόκιο τρομαγμένος.
«Εγώ!»
Ο Πινόκιο γύρισε και είδε ένα θεόρατο Γρύλο να ανεβαίνει σιγά σιγά στον τοίχο.
«Πες μου, Γρύλε, ποιος είσαι;»
«Είμαι ο Γρύλος που μιλάει και ζω σε τούτο το δωμάτιο πάνω από εκατό χρόνια».
«Ναι, αλλά τώρα αυτό το δωμάτιο είναι δικό μου», απάντησε ο κούκλος, «κι αν έχεις την ευγενή καλοσύνη, δίνε του χωρίς δεύτερη κουβέντα».
«Δεν το κουνάω ρούπι, αν πρώτα δε σου πω μια μεγάλη αλήθεια», αποκρίθηκε ο Γρύλος.
«Πες τη μου, λοιπόν, και ύστερα φύγε».
«Αλίμονο σ’ εκείνα τα παιδιά που υψώνουν το ανάστημά τους στους γονείς τους και εγκαταλείπουν την οικογένεια τους από ξεροκεφαλιά και ιδιοτροπία. Είναι σίγουρο ότι δε θα τους βγει σε καλό, αργά ή γρήγορα θα το μετανιώσουν πικρά, πολύ πικρά».
«Λέγε ό,τι θες, Γρύλε. Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι αύριο, μόλις ξημερώσει, θα φύγω από δω, γιατί αν μείνω, δεν έχω καμιά αμφιβολία για το τι με περιμένει. Θα με στείλουν κι εμένα, όπως και τ’ άλλα παιδιά στο σχολείο, όπου θα είμαι υποχρεωμένος να διαβάζω και να γράφω. Κι εγώ, καλέ μου Γρύλε, σ’ το λέω να το ξέρεις: δεν έχω καμία διάθεση να μελετάω. Πιο πολύ μ’ αρέσει να κυνηγάω πεταλούδες ή να σκαρφαλώνω σε δέντρα και να πιάνω τα πουλάκια στις φωλιές τους».
Στην εφηβεία, η ανυπακοή είναι ο όρος για να ανοίξεις τα δικά σου φτερά, να νιώσεις το βάρος, τον πόνο αλλά και την άγρια χαρά των δικών σου αποφάσεων:
—Μαμά μου, σήμερα θέλω να βγώ από τον κήπο με τ’ άλογό μου τον Πίπο.
—Θέλεις να βγεις; Να βγεις, απαντά η μητέρα του. Μόνο μην ξεχάσεις δυο πράγματα: πρώτον, να έχεις γυρίσει πριν το μεσημέρι και δεύτερον, και πιο σημαντικό, μην πλησιάσεις το ηφαίστειο!
Ο πατέρας μου ήταν πολύ μεγάλος στην ηλικία, μου έδωσε καλή μόρφωση, τόσο με δασκάλους στο σπίτι όσο και στέλνοντας με σε ιδιωτικό σχολείο. Σχεδίαζε για μένα να σπουδάσω νομικά. Όμως το μόνο πράγμα που θα με ικανοποιούσε ήταν το να βγω στη θάλασσα. Η τάση μου αυτή τόσο πολύ μ’ έσπρωχνε ενάντια στη θέληση κα στις προσταγές του πατέρα μου, αλλά και στα παρακάλια της μητέρας και των φίλων μου, που φαίνεται πως ήταν της μοίρας μου γραμμένο να γνωρίσω όλη τούτη τη δυστυχία.
«Αυτό ξέχασα να σας το πω. Με πετάξανε έξω. Μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων δε θα ξαναγύρναγα, γιατί έπεφτα σε τέσσερα μαθήματα και δεν έκανα καμιά προσπάθεια. Μου είχανε κάνει συχνά σύσταση να στρωθώ να διαβάσω –τα λέγανε και στους δικούς μου, ιδίως κάθε δίμηνο ου ερχόντουσαν να δούνε το γέρο Θάρμερ – αλλά εγώ τίποτα. Κι έτσι πήρα πόδι».
Η ανυπακοή έχει την ώρα της, ανοίγει ο χρόνος και κάτι σου ψιθυρίζει, σου φωνάζει, σε τραβάει να παραβείς τους κανόνες ενάντια σε κάθε λογική φωνή μέσα σου:
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή το μάτι του Μαξ έπεσε στη στολή του λύκου, που κρεμόταν στο πίσω μέρος της πόρτας της ντουλάπας. Είχε βδομάδες να τη φορέσει. […]
…Τη φορούσε όποτε ήξερε ότι θα ήταν μόνος στο σπίτι και θα μπορούσε να παλέψει με το σκύλο ή να πηδήξει και να ουρλιάξει δίχως να γίνεται θέαμα για κανέναν. Όμως τώρα, παρόλο που το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο, ο Μάξ ένιωθε τη φορεσιά του λύκου να τον καλεί, έτσι όπως είχε κολλήσει το βλέμμα πάνω της. Είναι ώρα, έλεγε η στολή στον Μαξ. Δεν ήταν σίγουρος αν αυτή ήταν πραγματικά η κατάλληλη στιγμή για να τη φορέσει, αλλά, από την άλλη, ποτέ δεν είχε παρακούσει στη στολή. Έπρεπε οπωσδήποτε να τη φορέσει απόψε; Συνήθως ένιωθε καλύτερα όταν φορούσε τη στολή του λύκου. Αισθανόταν πως ήταν πιο γρήγορος, πιο κομψός, πιο δυνατός.
Όλοι έχουμε να διηγηθούμε μια ιστορία ανυπακοής. Έχουμε διαβάσει για το λαγουδάκι τον Πετρή που δεν ακούει τη μαμά του και πάει να φάει καρότα στο περιβόλι του μάστρο Δημήτρη ή για κάθε μια εντολή να προσέχει κανείς τον κακό λύκο που δεν εισακούεται. Για τον Χάρι Πότερ που συστηματικά παραβαίνει τους κανόνες του Χόγκουαρτς για να συναντήσει και να αναμετρηθεί με τους εχθρούς του. Τον «σκάνταλο» Τρελαντώνη...
Και ο κατάλογος συνεχίζεται με μερικές όχι τόσο γνωστές «ανυπακοές»: που οδήγησαν ένα κορίτσι στην πειρατεία (Πειράτικα) αλλά και τον Γουίλιαμ Γούντμαν να γίνει φανατικός επισκέπτης της βιβλιοθήκης της γειτονιάς του, παραβαίνοντας όλες τους κανόνες της και διαβάζοντας βιβλία από το τμήμα ενηλίκων (Ο θρύλος της Φλώρας Φλόμπερ).
Γιατί, αν η ανυπακοή σηματοδοτεί το ξεκίνημα της ιστορίας, της περιπέτειας και της ωρίμανσης, η ανάγνωση των βιβλίων που «δεν είναι ακόμα για σένα» σηματοδοτούν την αρχή ενός δημιουργικού αναγνώστη.
Δείτε ακόμη: Λουίζα Βογιατζή, Ψυχολόγος, Με την προβιά του λύκου
Tυπώστε την αφίσα (PDF)
Οι πρώτες ιστορίες για τον κόσμο ξεκινάνε με μια κίνηση ανυπακοής: Η Εύα τρώει το απαγορευμένο μήλο, ο Προμηθέας κλέβει τη φωτιά από τους θεούς, η Πανδώρα ανοίγει το κουτί. Αν δεν υπήρχε ανυπακοή η ιστορία δεν θα είχε ξεκινήσει, ο κόσμος δεν θα είχε ξεκινήσει. Στην Οδύσσεια, οι σύντροφοι του Οδυσσέα θέλοντας να δουν τι ήταν κρυμμένο στον ασκό που τους είχε χαρίσει ο Αίολος, τον λύνουν και «αμέσως έξω σκορπιστήκαν όλοι οι αγέρηδες, κι αυτούς, θρηνώντας, τους αρπάζει η θύελλα, τους έφερε βαθιά στο πέλαγο, τόσο μακριά από την πατρική μας γη» (Οδύσσεια, μτφ. Δ. Μαρωνίτης, ΙΝΣ).
Πάντα η ανυπακοή έχει το κόστος της και το τίμημά της.
Σχεδόν όλες οι ιστορίες ξεκινούν με μια ανυπακοή. Στα παραμύθια είναι συστατικό της πλοκής τους:
Μια μέρα η μαμά της Κοκκινοσκουφίτσας τη φώναξε και της είπε: «κόρη μου, η γιαγιά σου είναι πολύ άρρωστη. Σε παρακαλώ πήγαινέ της αυτό το βαζάκι βούτυρο και τη φρεσκοψημένη κρέμα που της έφτιαξα».
«Πολύ καλά, μητέρα» είπε η Κοκκινοσκουφίτσα κι έτρεξε να φέρει το καλαθάκι της για να βάλει το βούτυρο και την κρέμα.
«Να προσέχεις», της είπε η μητέρα της καθώς τη φιλούσε. «Μη βγεις από το μονοπάτι, μη χασομερήσεις στο δρόμο σου, και να μην πιάσεις κουβέντα με κανένα ξένο».
Η Κοκκινοσκουφίτσα
«Κρι-κρι-κρι!»
«Ποιος με φωνάζει;» ρώτησε ο Πινόκιο τρομαγμένος.
«Εγώ!»
Ο Πινόκιο γύρισε και είδε ένα θεόρατο Γρύλο να ανεβαίνει σιγά σιγά στον τοίχο.
«Πες μου, Γρύλε, ποιος είσαι;»
«Είμαι ο Γρύλος που μιλάει και ζω σε τούτο το δωμάτιο πάνω από εκατό χρόνια».
«Ναι, αλλά τώρα αυτό το δωμάτιο είναι δικό μου», απάντησε ο κούκλος, «κι αν έχεις την ευγενή καλοσύνη, δίνε του χωρίς δεύτερη κουβέντα».
«Δεν το κουνάω ρούπι, αν πρώτα δε σου πω μια μεγάλη αλήθεια», αποκρίθηκε ο Γρύλος.
«Πες τη μου, λοιπόν, και ύστερα φύγε».
«Αλίμονο σ’ εκείνα τα παιδιά που υψώνουν το ανάστημά τους στους γονείς τους και εγκαταλείπουν την οικογένεια τους από ξεροκεφαλιά και ιδιοτροπία. Είναι σίγουρο ότι δε θα τους βγει σε καλό, αργά ή γρήγορα θα το μετανιώσουν πικρά, πολύ πικρά».
«Λέγε ό,τι θες, Γρύλε. Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι αύριο, μόλις ξημερώσει, θα φύγω από δω, γιατί αν μείνω, δεν έχω καμιά αμφιβολία για το τι με περιμένει. Θα με στείλουν κι εμένα, όπως και τ’ άλλα παιδιά στο σχολείο, όπου θα είμαι υποχρεωμένος να διαβάζω και να γράφω. Κι εγώ, καλέ μου Γρύλε, σ’ το λέω να το ξέρεις: δεν έχω καμία διάθεση να μελετάω. Πιο πολύ μ’ αρέσει να κυνηγάω πεταλούδες ή να σκαρφαλώνω σε δέντρα και να πιάνω τα πουλάκια στις φωλιές τους».
Κάρλο Κολόντι, Οι περιπέτειες του Πινόκιο, Ερευνητές
Στην εφηβεία, η ανυπακοή είναι ο όρος για να ανοίξεις τα δικά σου φτερά, να νιώσεις το βάρος, τον πόνο αλλά και την άγρια χαρά των δικών σου αποφάσεων:
—Μαμά μου, σήμερα θέλω να βγώ από τον κήπο με τ’ άλογό μου τον Πίπο.
—Θέλεις να βγεις; Να βγεις, απαντά η μητέρα του. Μόνο μην ξεχάσεις δυο πράγματα: πρώτον, να έχεις γυρίσει πριν το μεσημέρι και δεύτερον, και πιο σημαντικό, μην πλησιάσεις το ηφαίστειο!
Πιερ Γρυπάρης, Ο πρίγκιπας Πίπο, Κέδρος
Ο πατέρας μου ήταν πολύ μεγάλος στην ηλικία, μου έδωσε καλή μόρφωση, τόσο με δασκάλους στο σπίτι όσο και στέλνοντας με σε ιδιωτικό σχολείο. Σχεδίαζε για μένα να σπουδάσω νομικά. Όμως το μόνο πράγμα που θα με ικανοποιούσε ήταν το να βγω στη θάλασσα. Η τάση μου αυτή τόσο πολύ μ’ έσπρωχνε ενάντια στη θέληση κα στις προσταγές του πατέρα μου, αλλά και στα παρακάλια της μητέρας και των φίλων μου, που φαίνεται πως ήταν της μοίρας μου γραμμένο να γνωρίσω όλη τούτη τη δυστυχία.
Ντάνιελ Ντεφόου, Ροβινσόνας Κρούσος, Πατάκης
«Αυτό ξέχασα να σας το πω. Με πετάξανε έξω. Μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων δε θα ξαναγύρναγα, γιατί έπεφτα σε τέσσερα μαθήματα και δεν έκανα καμιά προσπάθεια. Μου είχανε κάνει συχνά σύσταση να στρωθώ να διαβάσω –τα λέγανε και στους δικούς μου, ιδίως κάθε δίμηνο ου ερχόντουσαν να δούνε το γέρο Θάρμερ – αλλά εγώ τίποτα. Κι έτσι πήρα πόδι».
J.D. Salinger, Ο φύλακας στη σίκαλη, Επίκουρος
Η ανυπακοή έχει την ώρα της, ανοίγει ο χρόνος και κάτι σου ψιθυρίζει, σου φωνάζει, σε τραβάει να παραβείς τους κανόνες ενάντια σε κάθε λογική φωνή μέσα σου:
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή το μάτι του Μαξ έπεσε στη στολή του λύκου, που κρεμόταν στο πίσω μέρος της πόρτας της ντουλάπας. Είχε βδομάδες να τη φορέσει. […]
…Τη φορούσε όποτε ήξερε ότι θα ήταν μόνος στο σπίτι και θα μπορούσε να παλέψει με το σκύλο ή να πηδήξει και να ουρλιάξει δίχως να γίνεται θέαμα για κανέναν. Όμως τώρα, παρόλο που το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο, ο Μάξ ένιωθε τη φορεσιά του λύκου να τον καλεί, έτσι όπως είχε κολλήσει το βλέμμα πάνω της. Είναι ώρα, έλεγε η στολή στον Μαξ. Δεν ήταν σίγουρος αν αυτή ήταν πραγματικά η κατάλληλη στιγμή για να τη φορέσει, αλλά, από την άλλη, ποτέ δεν είχε παρακούσει στη στολή. Έπρεπε οπωσδήποτε να τη φορέσει απόψε; Συνήθως ένιωθε καλύτερα όταν φορούσε τη στολή του λύκου. Αισθανόταν πως ήταν πιο γρήγορος, πιο κομψός, πιο δυνατός.
Ντέιβ Έγκερς, Τα αγρίμια, Τόπος
Όλοι έχουμε να διηγηθούμε μια ιστορία ανυπακοής. Έχουμε διαβάσει για το λαγουδάκι τον Πετρή που δεν ακούει τη μαμά του και πάει να φάει καρότα στο περιβόλι του μάστρο Δημήτρη ή για κάθε μια εντολή να προσέχει κανείς τον κακό λύκο που δεν εισακούεται. Για τον Χάρι Πότερ που συστηματικά παραβαίνει τους κανόνες του Χόγκουαρτς για να συναντήσει και να αναμετρηθεί με τους εχθρούς του. Τον «σκάνταλο» Τρελαντώνη...
Και ο κατάλογος συνεχίζεται με μερικές όχι τόσο γνωστές «ανυπακοές»: που οδήγησαν ένα κορίτσι στην πειρατεία (Πειράτικα) αλλά και τον Γουίλιαμ Γούντμαν να γίνει φανατικός επισκέπτης της βιβλιοθήκης της γειτονιάς του, παραβαίνοντας όλες τους κανόνες της και διαβάζοντας βιβλία από το τμήμα ενηλίκων (Ο θρύλος της Φλώρας Φλόμπερ).
Γιατί, αν η ανυπακοή σηματοδοτεί το ξεκίνημα της ιστορίας, της περιπέτειας και της ωρίμανσης, η ανάγνωση των βιβλίων που «δεν είναι ακόμα για σένα» σηματοδοτούν την αρχή ενός δημιουργικού αναγνώστη.
βιβλία με ιστορίες ανυπακοής |
Δείτε ακόμη: Λουίζα Βογιατζή, Ψυχολόγος, Με την προβιά του λύκου
Tυπώστε την αφίσα (PDF)