του Κώστα Πουλάκη*
Τις τελευταίες μέρες, ενόψει των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου, έχει γίνει απολύτως σαφής η διαίρεση μεταξύ “παλιού” και “νέου” – μια διαίρεση που είναι κάθε άλλο παρά χρονική, τόσο σε επίπεδο ιδεών, όσο και σε επίπεδο προσώπων.
Τις τελευταίες μέρες, ενόψει των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου, έχει γίνει απολύτως σαφής η διαίρεση μεταξύ “παλιού” και “νέου” – μια διαίρεση που είναι κάθε άλλο παρά χρονική, τόσο σε επίπεδο ιδεών, όσο και σε επίπεδο προσώπων.
Η Νέα Δημοκρατία έχει ξεδιπλώσει πλήρως τη συντηρητική και ακροδεξιά πολιτική της τακτική. Την ίδια ώρα που σημαντικά κεντροδεξιά στελέχη της απομακρύνονται διακριτικά από το προσκήνιο, η άλλοτε ιστορική παράταξη του Κ. Καραμανλή ανοίγει την “αγκαλιά” της στους “πρόθυμους” της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, ακόμα και στον μεταμεληθέντα (;) νεοναζί, κ. Μπούκουρα.
Και ταυτόχρονα επιστρατεύει κάθε πτυχή του δόγματος “νόμος και τάξη”, με επίκληση στο φόβο και την ανασφάλεια των πολιτών, με τοποθετήσεις πολύ μακριά από το ελάχιστο ευρωπαϊκό κεκτημένο στα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως π.χ. για το μεταναστευτικό ζήτημα. Και μπορεί το επικοινωνιακό επιτελείο της ΝΔ να θεωρεί πως έτσι χτυπάει αυτό που θεωρεί “αχίλλειο πτέρνα” του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στην πραγματικότητα ισχύει το αντίστροφο: Αποκαλύπτει πόσο απέχει η ίδια από ευρωπαϊκή πολιτική δύναμη του 21ου αιώνα.
Και ταυτόχρονα επιστρατεύει κάθε πτυχή του δόγματος “νόμος και τάξη”, με επίκληση στο φόβο και την ανασφάλεια των πολιτών, με τοποθετήσεις πολύ μακριά από το ελάχιστο ευρωπαϊκό κεκτημένο στα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως π.χ. για το μεταναστευτικό ζήτημα. Και μπορεί το επικοινωνιακό επιτελείο της ΝΔ να θεωρεί πως έτσι χτυπάει αυτό που θεωρεί “αχίλλειο πτέρνα” του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στην πραγματικότητα ισχύει το αντίστροφο: Αποκαλύπτει πόσο απέχει η ίδια από ευρωπαϊκή πολιτική δύναμη του 21ου αιώνα.
Την ίδια στιγμή, τα δύο ΠΑΣΟΚ ερίζουν για την κληρονομιά του Ανδρέα Παπανδρέου, χωρίς ωστόσο κανείς να προσδιορίζει ποια ακριβώς στοιχεία της ιστορικής διαδρομής του ΠΑΣΟΚ διεκδικούν. Διότι, δύσκολα μπορεί κανείς να βρει οποιαδήποτε συνάφεια ανάμεσα στον ριζοσπαστισμό και στα κοινωνικά και δημοκρατικά προτάγματα που, πράγματι, εξέφρασε ως ένα βαθμό τα πρώτα χρόνια το ΠΑΣΟΚ και τους σημερινούς πολιτικούς και βιολογικούς επιγόνους του ιδρυτή του : Ο μεν Ευ. Βενιζέλος είναι ο άνθρωπος ο οποίος χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό έθεσε και επίσημα τη σφραγίδα του τέλους στην ελληνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, μετατρέποντας το κόμμα του σε παραπληρωματικό και παρακολουθηματικό μόρφωμα της ακροδεξιάς ΝΔ. Ο δε Γ. Παπανδρέου κατάφερε το αδύνατο : Εκλέχθηκε με το δίλημμα “σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα”, έχοντας ήδη συμφωνήσει εν κρυπτώ με το ΔΝΤ να επιβάλει την πιο σκληρή βαρβαρότητα στον ελληνικό λαό. Και οι δύο επενδύουν μάταια στην πολιτική αμνησία του ελληνικού λαού. Η δε φυγή τους προς τα…πίσω και η αναζήτηση προγόνων αποκαλύπτει απλώς το τεράστιο αδιέξοδο, την ιδεολογική και κοινωνική τους απογύμνωση.
Και παράλληλα, το υποτίθεται “νέο” και “άφθαρτο” Ποτάμι, το οποίο ξέχασε τα περί “πολιτικής χωρίς πολιτικούς”, μαζεύει δεξιά κι αριστερά τα απομεινάρια της κατάρρευσης του κομματικού συστήματος. Κι αντί του δήθεν διαφορετικού που υποσχέθηκε να φέρει στην ελληνική δημόσια ζωή, αποδείχθηκε μία ομάδα άστεγων πολιτικών, χωρίς όμως πολιτική. Ή μάλλον, μία ομάδα των πιο σκληρών διαχρονικά οπαδών του εν Ελλάδι νεοφιλελευθερισμού, προερχόμενων κατευθείαν από τη δεκαετία του 1990, που αναζητά κεντροαριστερή νομιμοποίηση στο πρόσωπο λίγων πρώην στελεχών της ΔΗΜΑΡ.
Ταυτόχρονα, όμως, και απέναντι σε αυτή τη στροφή στο παρελθόν που επιχειρείται από την πλειοψηφία του κομματικού συστήματος σε μία απέλπιδα απόπειρα διάσωσής της, έχει ήδη αρχίσει να φυσάει στη χώρα μας και σε όλη την Ευρώπη ένας αέρας ανανέωσης και ελπίδας.
Μακριά από τις τεχνητές και ευκαιριακές συνεργασίες σκοπιμότητας, ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε εξαρχής ένα συγκροτημένο πολιτικό και προγραμματικό πλαίσιο, στη βάση του οποίου επιδίωξε τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Όχι κρύβοντας τις διαφορές “κάτω από το χαλί”, αλλά αναδεικνύοντας την έκτακτη ιστορική συγκυρία που επιτάσσει τη συστράτευση όλων εκείνων των προσώπων και των οργανώσεων που απορρίπτουν τη λογική του μνημονιακού μονόδρομου και αναζητούν εναλλακτική διέξοδο από την κρίση, στη βάση της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης.
Παρουσίασε ανοιχτά στους πολίτες το κυβερνητικό του πρόγραμμα μέσα από μια πρωτόγνωρη διαδικασία συλλογικής επεξεργασίας και δημόσιας διαβούλευσης, πάνω στους επιμέρους θεματικούς άξονες. Έθεσε σε κίνηση μία δημοκρατική διαδικασία συζήτησης και συνδιαμόρφωσης σε κάθε γωνία της χώρας, δίνοντας ουσιαστικά δείγματα γραφής μιας διαφορετικής αντίληψης για την άσκηση της εξουσίας.
Τόσο στο επίπεδο των προτάσεων, όσο και στο επίπεδο των προσώπων, ο ΣΥΡΙΖΑ – κρατώντας κάθε προηγούμενη θετική παρακαταθήκη – επιδιώκει να εκφράσει τα κοινωνικά αιτήματα του σήμερα που παραμένουν σε εκκρεμότητα και παράλληλα να ανοίξει δρόμο για το όραμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς του 21ου αιώνα. Και γι’ αυτό, άλλωστε, έχει προκαλέσει ευρύτατο διεθνές και ευρωπαϊκό ενδιαφέρον, ως ένας καταλύτης που ανοίγει δρόμο για ευρύτερες προοδευτικές εξελίξεις στην Ευρώπη. Ως η πολιτική δύναμη με την οποία η Ελλάδα θα κάνει άλμα προς το μέλλον.
* O Κώστας Πουλάκης Μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, Υπεύθυνος για την Αυτοδιοίκηση & τις Δημοσκοπήσεις