Η Ρωσία επέλεξε τους κινέζους και αμερικανούς εταίρους της, στο νέο οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι έτοιμος να ανταγωνιστεί τη «μεγάλη τριάδα» Moody`s, Fitch και Standard & Poor`s. Οι εταίροι, τοποθετούν εξαρχής το νέο οίκο αξιολόγησης σαν ένα «οργανισμό εκτός πολιτικής» η ύπαρξη του οποίου θα φέρει μεγαλύτερη αντικειμενικότητα στις εκτιμήσεις.
Όπως είχε προβλέψει η RBTH, η Ρωσία θα δημιουργήσει το δικό της οίκο αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, σε συνεργασία με τον κινεζικό οργανισμό Dagong Global Credit Rating Co και την αμερικανική εταιρεία Egan-Jones Ratings.
Για το θέμα αυτό, προέβη σε επίσημη ανακοίνωση ο υπουργός Οικονομικών Αντόν Σιλουάνοφ. Ο νέος οργανισμός, θα ανταγωνίζεται τους «τρεις μεγάλους» διεθνείς οίκους αξιολόγησης και στη δημιουργία του, σύμφωνα με πηγές της RBTH, συμμετείχε άμεσα ο γνωστός βρετανός οικονομολόγος Richard Hainsworth.
Νέος παίκτης στην αγορά
Ο νέος οργανισμός αξιολόγησης, που είναι έτοιμος να ανταγωνιστεί τη «μεγάλη τριάδα» Moody`s, Fitch και Standard & Poor`s, θα δημιουργηθεί στη βάση της Universal Credit Rating Group, της μεικτής επιχείρησης που ίδρυσαν η ρωσική υπηρεσία RusRating, η κινεζική Dagong και η αμερικανική εταιρεία Egan Jones Rating. Για το λόγο αυτό, η Ρωσία αρνήθηκε να προσχωρήσει στον παγκόσμιο οργανισμό αξιολόγησης ARC Ratings, που συνενώνει πέντε εθνικούς οργανισμούς αξιολόγησης από την Πορτογαλία, την Ινδία, τη Νότια Αφρική, τη Μαλαισία και τη Βραζιλία. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του ρώσου υπουργού Οικονομικών Αντόν Σιλουάνοφ, ο νέος παίκτης θα χρησιμοποιεί τα ίδια εργαλεία και κριτήρια για την αξιολόγηση των εθνικών και περιφερειακών επενδυτικών σχεδίων, που χρησιμοποιούν και οι άλλοι διεθνείς οργανισμοί αξιολόγησης.
Οι εταίροι, τοποθετούν εξαρχής το νέο οίκο αξιολόγησης σαν ένα «οργανισμό εκτός πολιτικής». «Η επιρροή των αμερικανικών οίκων αξιολόγησης στη διαμόρφωση των χαρτοφυλακίων των επενδυτών είναι πάρα πολύ μεγάλη, γεγονός που τους δίνει τη δυνατότητα να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη με αναβαθμίσεις ή υποβαθμίσεις των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας», εξηγεί ο Αντόν Σορόκο, αναλυτής στην εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου «Finam». Σύμφωνα με τον ίδιο, για μεγαλύτερη αντικειμενικότητα οι ηγέτες του κλάδου χρειάζονται τους άλλους διεθνείς ανταγωνιστές, έτσι ώστε ο επενδυτής συγκρίνοντας τις αξιολογήσεις να μπορεί δει μια εναλλακτική άποψη για το περιουσιακό στοιχείο. Επιπλέον, η περαιτέρω ενοποίηση του νέου οργανισμού με τους αμερικανούς ομολόγους του, μπορεί να δώσει το επιθυμητό αποτέλεσμα: Τη δημιουργία μιας ενιαίας υπερεθνικής ομάδας, απαλλαγμένης από πολιτικές πιέσεις, προσθέτει ο εμπειρογνώμονας.
«Βλέποντας τη σύνθεση των συμμετεχόντων, ο οργανισμός θα μπορούσε πιθανότατα να αποκτήσει το καθεστώς του «μη πολιτικού» οργανισμού, γεγονός που θα βοηθήσει στην αύξηση του ενδιαφέροντος για το έργο του οίκου από την πλευρά των διεθνών επενδυτών», συμφωνεί ο Βαντίμ Βεντέρνικοφ, αναπληρωτής διευθυντής του τμήματος ανάλυσης και διαχείρισης κινδύνων της UFS IC. Την ίδια στιγμή, όπως είπε ο ίδιος, η συμμετοχή από τη ρωσική πλευρά της RusRating, πιθανότατα να οφείλεται στην προσωπικότητα του πρώην επικεφαλής του οργανισμού Richard Hainsworth και τις παλαιότερες συμφωνίες συνεργασίας που είχε κάνει με τους κινέζους και τους αμερικανούς συναδέλφους του.
Σαν νέο ιδιοκτήτη της RusRating οι εμπειρογνώμονες ονομάζουν τον κινεζικό οργανισμό αξιολόγησης Dagong Global Credit Rating. Ήταν τότε, που στη βάση του κινεζικού και ρωσικού οργανισμού, καθώς και με τη συμμετοχή της αμερικανικής Egan-Jones Ratings δημιουργήθηκε η μεικτή επιχείρηση, ο νέος διεθνής οίκος αξιολόγησης Universal Credit Rating Group. Ωστόσο, σύμφωνα με την έγκυρη ρωσική εφημερίδα «Kommersant», κύριος μέτοχος της RusRating δεν είναι η κινεζική εταιρεία, αλλά ο ρώσος μεγιστάνας των κατασκευών και τραπεζίτης Μικαήλ Σισχάνοφ, ανιψιός του ιδιοκτήτη της πετρελαϊκής εταιρείας «Russneft» Μιχαήλ Γκουτσερίεφ (σύμφωνα με το Forbes, η περιουσία του ανέρχεται στα 3,3 δισεκατομμύρια δολάρια). Ειδικότερα, η εφημερίδα σημειώνει, ότι η επιρροή των φερόμενων ιδιοκτητών έδωσε στο έργο του νέου οργανισμού αξιολόγησης την απαραίτητη πολιτική στήριξη.
Πηγή: rbth.gr - Σύγχρονη Ρωσία
Σπάει το ολιγοπώλιο
Όπως είχε δηλώσει παλαιότερα σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στη RBTH ο διευθύνων Σύμβουλος της RusRating Αλεξάντερ Ζάιτσεφ, η εμφάνιση του νέου παίκτη δεν συνδέεται άμεσα με την ουκρανική κρίση ή τις ρωσο-κινεζικές συμφωνίες. «Τα πρώτα σημάδια ότι ο κλάδος των οργανισμών αξιολόγησης χρήζει ανάγκης εκσυγχρονισμού, εμφανίστηκαν πολύ πριν από τα γεγονότα στην Ουκρανία, στη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008. Όταν στις ΗΠΑ, άρχισαν να πτωχεύουν εταιρείες με πολύ υψηλές βαθμολογίες στους δείκτες αξιολόγησης των “τριών μεγάλων” οίκων», εξήγησε.Οι εταίροι, τοποθετούν εξαρχής το νέο οίκο αξιολόγησης σαν ένα «οργανισμό εκτός πολιτικής». «Η επιρροή των αμερικανικών οίκων αξιολόγησης στη διαμόρφωση των χαρτοφυλακίων των επενδυτών είναι πάρα πολύ μεγάλη, γεγονός που τους δίνει τη δυνατότητα να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη με αναβαθμίσεις ή υποβαθμίσεις των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας», εξηγεί ο Αντόν Σορόκο, αναλυτής στην εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου «Finam». Σύμφωνα με τον ίδιο, για μεγαλύτερη αντικειμενικότητα οι ηγέτες του κλάδου χρειάζονται τους άλλους διεθνείς ανταγωνιστές, έτσι ώστε ο επενδυτής συγκρίνοντας τις αξιολογήσεις να μπορεί δει μια εναλλακτική άποψη για το περιουσιακό στοιχείο. Επιπλέον, η περαιτέρω ενοποίηση του νέου οργανισμού με τους αμερικανούς ομολόγους του, μπορεί να δώσει το επιθυμητό αποτέλεσμα: Τη δημιουργία μιας ενιαίας υπερεθνικής ομάδας, απαλλαγμένης από πολιτικές πιέσεις, προσθέτει ο εμπειρογνώμονας.
«Βλέποντας τη σύνθεση των συμμετεχόντων, ο οργανισμός θα μπορούσε πιθανότατα να αποκτήσει το καθεστώς του «μη πολιτικού» οργανισμού, γεγονός που θα βοηθήσει στην αύξηση του ενδιαφέροντος για το έργο του οίκου από την πλευρά των διεθνών επενδυτών», συμφωνεί ο Βαντίμ Βεντέρνικοφ, αναπληρωτής διευθυντής του τμήματος ανάλυσης και διαχείρισης κινδύνων της UFS IC. Την ίδια στιγμή, όπως είπε ο ίδιος, η συμμετοχή από τη ρωσική πλευρά της RusRating, πιθανότατα να οφείλεται στην προσωπικότητα του πρώην επικεφαλής του οργανισμού Richard Hainsworth και τις παλαιότερες συμφωνίες συνεργασίας που είχε κάνει με τους κινέζους και τους αμερικανούς συναδέλφους του.
Ιδρυτές με επιρροή
Το 1996, ο Βρετανός οικονομολόγος Richard Hainsworth, τέθηκε επικεφαλής του γραφείου αντιπροσωπείας της Thomson Financial Bankwatch στη Ρωσία (ενός από τους μεγαλύτερους διεθνείς οίκους αξιολόγησης τραπεζών, που αργότερα αγοράστηκε από πρακτορείο Fitch). Το 2001, ο Hainsworth με την υποστήριξη της αμερικανικής τράπεζας Citibank ίδρυσε την εταιρεία αξιολόγησης Global Rating International Ltd, στο πλαίσιο της οποίας την ίδια χρονιά, εμφανίστηκε ο οργανισμός RusRating. Αργότερα, ο οικονομολόγος δημιούργησε παρόμοιους οργανισμούς σε άλλες τέως σοβιετικές δημοκρατίες. Ειδικότερα, το 2006 ιδρύθηκαν στο Καζακστάν η KzRating και η AmRating στην Αρμενία. Όλοι οι οργανισμοί είναι εθνικές υπηρεσίες αξιολόγησης και ανήκουν στον οργανισμό GlobalRating. Σύμφωνα με πηγές της RBTH, σήμερα ο Hainsworth είναι ένας από τους σημαντικότερους εμπειρογνώμονες για πιστωτικούς κινδύνους στη Ρωσία. Το 2004 ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία μιας ένωσης πιστοποιημένων χρηματοοικονομικών αναλυτών στη Ρωσία (CFA Russia) και εξελέγη ο πρώτος πρόεδρος της. Ωστόσο, στα τέλη του 2013 ο Hainsworth αποχώρησε από την εταιρεία RusRating, κίνηση που όπως εκτιμούν οι συμμετέχοντες στην αγορά συνδυάζεται με το γεγονός, ότι ο οργανισμός άλλαξε ιδιοκτήτη.Σαν νέο ιδιοκτήτη της RusRating οι εμπειρογνώμονες ονομάζουν τον κινεζικό οργανισμό αξιολόγησης Dagong Global Credit Rating. Ήταν τότε, που στη βάση του κινεζικού και ρωσικού οργανισμού, καθώς και με τη συμμετοχή της αμερικανικής Egan-Jones Ratings δημιουργήθηκε η μεικτή επιχείρηση, ο νέος διεθνής οίκος αξιολόγησης Universal Credit Rating Group. Ωστόσο, σύμφωνα με την έγκυρη ρωσική εφημερίδα «Kommersant», κύριος μέτοχος της RusRating δεν είναι η κινεζική εταιρεία, αλλά ο ρώσος μεγιστάνας των κατασκευών και τραπεζίτης Μικαήλ Σισχάνοφ, ανιψιός του ιδιοκτήτη της πετρελαϊκής εταιρείας «Russneft» Μιχαήλ Γκουτσερίεφ (σύμφωνα με το Forbes, η περιουσία του ανέρχεται στα 3,3 δισεκατομμύρια δολάρια). Ειδικότερα, η εφημερίδα σημειώνει, ότι η επιρροή των φερόμενων ιδιοκτητών έδωσε στο έργο του νέου οργανισμού αξιολόγησης την απαραίτητη πολιτική στήριξη.
Ο ανταγωνισμός
Ωστόσο, σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες, για να μπορέσει ο νέος διεθνής οργανισμός αξιολόγησης να ανταγωνιστεί τους «τρεις μεγάλους» οίκους: Standard & Poors, Fitch και Moody’s, σε κάθε περίπτωση, θα περάσει αρκετός καιρός. Θα πρέπει να «ευθυγραμμιστεί» η δουλειά του νέου οργανισμού με τις προδιαγραφές/απαιτήσεις των διεθνών εταίρων. «Το κύριο πλεονέκτημα των διεθνών οίκων αξιολόγησης είναι η καλή τους φήμη, η οποία καλλιεργείται για αρκετά χρόνια και η Dagong Global με την RusRating δημιουργήθηκαν πρόσφατα. Έτσι, φαίνεται πολύ λογικό, ότι δεν είναι όλοι οι ξένοι επενδυτές πρόθυμοι να εμπιστευτούν τις εκτιμήσεις αυτών των οργανισμών», λέει ο αναλυτής της «Investkafe» Μιχαήλ Κουζμίν. Ωστόσο είπε, ότι αν η Ρωσία πρόκειται να επεκτείνει τη συνεργασία της με την Κίνα, τότε οι οίκοι αξιολόγησης θα μπορούσαν αρχικά να χρησιμοποιηθούν στα κοινά ρωσο-κινεζικά έργα.Πηγή: rbth.gr - Σύγχρονη Ρωσία