Συνεπώς, αυτή η στρατηγική ανάκτησης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας μέσω των τεσσάρων αυτών οδών αποτελεί το πεδίο σύγκλισης των μνημονιακών πολιτικών, των εκθέσεων διεθνών οργανισμών για την “ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας” και της “στρατηγικής του 2020″ που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός λίγες μέρες πριν. Η κεντρική ιδέα παραμένει ίδια. Ελαστικές εργασιακές σχέσεις, χαμηλοί μισθοί, συρρικνωμένη κρατική δαπάνη, πλήρης απελευθέρωση αγορών, άρση περιβαλλοντικών περιορισμών. Στρατηγική της “φτηνής ανάπτυξης”, όπως ορθώς την χαρακτηρίζει ο Τσίπρας. Σημασία δεν έχει αν μπορεί να εφαρμοστεί ή όχι, αφορά στην ίδια την κεντρική ιδέα της “παθητικής” προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας – ισοπεδωμένης από τη βαριά ύφεση, με σημαντικές απώλειες του πιο ισχυρού παραγωγικού τομέα της και με τη συνεχή απώλεια του πιο σημαντικού ανθρώπινου δυναμικού με τη φυγή του στο εξωτερικό.

Στον αντίποδα, η στρατηγική ανάπτυξης που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να διασφαλίσει ταυτόχρονα τη σταθεροποίηση παραγόντων που αποσταθεροποιούν την οικονομία και τη μεταστροφή των προσπαθειών και των πόρων σε βιώσιμες αναπτυξιακές προοπτικές.

Τρία είναι τα πιο σημαντικά θέματα της σταθεροποίησης της οικονομίας. Πρώτον, η αγορά εργασίας. Εδώ η επαναφορά του κατώτατου μισθού και η επιστροφή στο καθεστώς των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα αποτρέψει την συνεχιζόμενη υποτίμησή τους στον ιδιωτικό τομέα. Δεύτερον, η αντιμετώπιση των προβλημάτων της ανθρωπιστικής κρίσης με στοχευμένη κοινωνική πολιτική. Τρίτον, η αναστολή περαιτέρω περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και η δίκαιη ανακατανομή των φορολογικών βαρών. Και στα τρία μέτωπα οι αλλαγές αυτές θα επιφέρουν τη σταθεροποίηση της ζήτησης, την ενίσχυση των αντικυκλικών στοιχείων απαλύνοντας τις δραματικές συνέπειες του Μνημονίου.

Η ανάκαμψη της οικονομίας είναι εκ των πραγμάτων το μείζον θέμα. Και εδώ υπάρχουν δύο ζητήματα: το τραπεζικό και το αναπτυξιακό. Το τραπεζικό ζήτημα παραμένει άλυτο, με το ιδιωτικό χρέος να τελεί υπό πλήρη αδυναμία διαχείρισης. Ταυτόχρονα οι τράπεζες επιχειρούν, μετά από τις διαδοχικές δημόσιες “ενέσεις”, να επιβιώσουν διαπραγματευόμενες την ίδια την απαξίωση της δημόσιας ενίσχυσης ως εργαλείο άντλησης κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές. Οι τράπεζες πρέπει να αναδιαρθρώσουν τα δάνεια που έχουν στην κατοχή τους, να αποκτήσουν βιώσιμες στρατηγικές, το Δημόσιο πρέπει να υπερασπιστεί την αξία των χρημάτων του, να ασκήσει τον έλεγχο που δικαιούται ως βασικός μέτοχος στις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες στρατηγικές,  και να πετύχει τη στοχευμένη αναχρηματοδότηση της οικονομίας.

Το αναπτυξιακό ταυτίζεται με την παραγωγική μεταστροφή της οικονομίας. Η αγροτική παραγωγή, η μεταποίηση, η τεχνολογία, η ενέργεια, η ανακύκλωση, η ανάπλαση των πόλεων και δεκάδες άλλοι τομείς θα αποτελέσουν τα νέα πεδία παραγωγικής αναβάθμισης της οικονομίας. Αλλά εδώ αφετηρία οφείλει να είναι το ίδιο το ανθρώπινο δυναμικό (ο ένας στους δύο νέους μας πλέον είναι απόφοιτος ΑΕΙ) και η δέσμευση ότι η στρατηγική θα παραμείνει συμβατή με τα περιβαλλοντικά δεδομένα της χώρας. Το τελευταίο αναγκαστικά συνάδει με τις κλίμακες των επενδύσεων.

Η μικρή και μεσαία κλίμακα παραμένει προνομιακό πεδίο, όπως συμβαίνει στις περισσότερες μεσογειακές χώρες. Και η δέσμευση αυτή προσδιορίζει ταυτόχρονα τη ρήξη με τα μεγαλεπήβολα γιγαντιαία επενδυτικά σχήματα που αυτή τη στιγμή προβάλλονται ως αναπτυξιακή λύση από το μνημονιακό πρόγραμμα – από το Ελληνικό μέχρι τα εργοστάσια καύσης των απορριμμάτων. Το Δημόσιο καλείται να σχηματίσει -αλλάζοντας το ίδιο- τις συστοιχίες των αναπτυξιακών εργαλείων και της δέσμευσης των πόρων που θα δώσουν ώθηση στο εγχείρημα αυτό. Η στρατηγική της υψηλής προστιθέμενης αξίας, της διατήρησης και ανατίμησης του περιβαλλοντικού κεφαλαίου της χώρας και της αναβάθμισης της παραγωγικής δυνατότητας της οικονομίας, αποτελούν το πεδίο της “ενεργητικής” προσαρμογής στο διεθνές οικονομικό σύστημα.