Σελίδες

Το «Φροντιστήριο» ως παγκόσμιο φαινόμενο

Αν δεν ήταν οι τριπλές εκλογές, αυτή την περίοδο όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς θα ασχολιόταν με τις εισαγωγικές εξετάσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και ο αέρας θα πλημμύριζε για πολλοστή φορά με τη συνήθη γκρίνια για τα χάλια της δευτεροβάθμιας. Μαζί τα σκάγια θα έπιαναν, ως είθισται και τα πανεπιστήμια, που δεν ανταποκρίνονται, ούτε και ανταμοίβουν τον τεράστιο κόπο που καταβάλουν οι μαθητές για να περάσουν τις πύλες τους: στο τέλος της πορείας, για όσους την αντέξουν, δεν περιμένει παρά η ανεργία. Αν λοιπόν, τα δημόσια γίνονταν ιδιωτικά, ίσως τότε τα πράγματα να ήταν διαφορετικά.

Ο κυριότερος δείκτης που πιστοποιεί στην κοινή συνείδηση την ανεπάρκεια των δημόσιων Γυμνασίων και Λυκείων είναι η πανταχού παρουσία των φροντιστηρίων, η φοίτηση στα οποία αποτελεί και την αναγκαία συνθήκη για τη συμμετοχή στις πανελλήνιες εξετάσεις. Δεν νοείται μαθητής να συμμετάσχει στις εξετάσεις χωρίς να έχει περάσει τα περισσότερα απογεύματα ενός ή και τριών χρόνων στα θρανία τους.

Αυτό είναι εν ολίγοις το κοινό αίσθημα ενός λαού που έχει μάθει να συμπεριφέρεται όχι καλύτερα απ' ό,τι το σκυλί του Παβλώφ. Γιατί αν έκανε τον κόπο να δει και παραπέρα θα διαπίστωνε ότι η εξωσχολική ιδιωτική, συμπληρωματική του δημόσιου σχολείου εκπαίδευση, κοινώς τα “Ιδιαίτερα” και το “Φροντιστήριο” απαντώνται σε όλα τα μέρη του κόσμου, με επιταχυνόμενο μάλιστα ρυθμό, ακόμα και σε εκείνα για τα οποία δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι διαθέτουν ένα άρτιο εκπαιδευτικό σύστημα. Λίγοι για παράδειγμα γνωρίζουν ότι οι πολυπαινεμένοι μαθητές της Ν. Κορέας, οι οποίοι πρωτεύουν σε όλες τις εξετάσεις τύπου PISA κλπ, ξοδεύουν πολύ περισσότερο χρόνο σε ιδιωτικά φροντιστήρια, τα hagwons, απ' οτι στα σχολεία τους, κι απ' οτι όλα τ' άλλα παιδιά του κόσμου, ότι τα φροντιστήρια αποτελούν mega-επιχειρήσεις στις οποίες επενδύουν από την Goldman Sachs ως την Carlyle, και ότι ο πιο διάσημος φροντιστής της χώρας, που κερδίζει περί τα 4 εκατ. δολάρια το χρόνο φτάνει στο σημείο να τεμαχίσει το σώμα σε μετοχές και να το εισάγει στο χρηματιστήριο της Σεούλ για τα περαιτέρω.

Στα διάφορα ταξίδια μου δεν ήταν λίγες οι φορές που ο φακός έτυχε να πιάσει διαφημιστικές αφίσες φροντιστηρίων για τις εισαγωγικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια από την Ιταλία ως τη μακρινή Βολιβία. Το ότι η ζήτηση για πανεπιστημιακή εκπαίδευση αυξάνει με τα χρόνια δεν οφείλεται σε κάποια έκρηξη φιλομάθειας, αλλά στην αυξανόμενη σπάνη των λεγόμενων “καλών” θέσεων εργασίας. Η στόχευση σε ένα περιορισμένο αριθμό εξ αυτών έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ανταγωνισμού για εκείνες τις πανεπιστημιακές σχολές οι οποίες έχουν και τις μεγαλύτερες πιθανότητες να τις εξασφαλίσουν.

Οι εισαγωγικές εξετάσεις δεν αντανακλούν την ποιότητα κανενός εκπαιδευτικού συστήματος ή σχολείου, καθ΄οτι τα παλούκια μπροστά στο τέρμα μπορούν να μετακινούνται άλλοτε πιο μπροστά κι άλλοτε πιο πίσω ώστε κάθε φορά να σκοράρει ένας συγκεκριμένος αριθμός μαθητών, κάθε φορά και μικρότερος όσον αφορά τις “καλές σχολές”.

Κι όσο οι θέσεις εργασίας που πληρώνουν σπανίζουν, τόσο αυξάνεται ο ανταγωνισμός, και τόσο αυγατίζουν τα φροντιστηρια. Η ανεργία που περιμένει στη γωνιά μια μεγάλη μερίδα αποφοίτων δεν οφείλεται τόσο στις όποιες ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού συστήματος, όσο στις στρεβλώσεις της ίδιας της αγοράς εργασίας. Και η εκπαίδευση, όσο άριστη και να είναι, από μόνη της δεν φτιάχνει δουλειές.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο που η βιομηχανία “Φροντιστήριο” γνωρίζει αλματώδη ανάπτυξη σε πολλές χώρες ανά την υφήλιο ανεξαρτήτως μεγέθους και οικονομικής κατάστασης. Σύμφωνα με το Forbes, ο τζίρος στην παραπαιδεία μέχρι το 2018 θα ξεπεράσει τα 102 δις δολάρια παγκοσμίως, με οδηγούς στην κούρσα τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τις χώρες της Άπω Ανατολής, αλλά πάνω απ' ολες την τρελαμένη Ν. Κορέα, η οποία και καλύπτει το 15% του παγκόσμιου τζίρου. Το ποσό που ξοδεύουν οι Νοτιοκορεάτες γονείς στα ιδιωτικά μαθήματα ξεπερνάει το κόστος της δημόσιας εκπαίδευσης. Το ίδιο συμβαίνει και στην Τουρκία. Η μετάβαση στην οικονομία της αγοράς έχει παρασύρει και Κίνα, Βιετνάμ, ορισμένες Αφρικανικές χώρες, καθώς και τις χώρες του πρώην Σοβιετικού μπλοκ. Στο δε Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, την Καμπότζη, την Αίγυπτο και τη Λιβύη το μεγαλύτερο μέρος της σχολικής ύλης έχει ανεπισήμως “πουληθεί” στα φροντιστήρια.

Στη Γαλλία, όπου ο ανταγωνισμός για την εισαγωγή σε κάποια από τις École είναι ανελέητος, η ίδια η κυβέρνηση ενθαρρύνει τα φροντιστήρια με φοροαπαλλαγές επί των διδάκτρων. Ο τζίρος ξεπερνάει το $1δις ετησίως. Το ίδιο και στη Γερμανία. Η Μαλαισία και Σιγκαπούρη επιτρέπουν στους δασκάλους ορισμένες ώρες ιδιωτικής διδασκαλίας. Ενώ, προς το παρόν οι Σκανδιναβικές χώρες είναι εκτός χορού.

Στη Μ. Βρετανία, όπου κι εκεί η ανεργία θερίζει, το 25% των μαθητών κάνει “ιδιαίτερα”. Στο Λονδίνο το 40%. Κάθε οικογένεια ξοδεύει κατά μέσο όρο 2,750 λίρες για κάθε παιδί το χρόνο, ενώ ο συνολικός τζίρος αγγίζει τα 6 δις. Το ωριαίο κόστος βρίσκεται ανάμεσα στις 25 και 40 λίρες.

Στο Ισραήλ, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Σχεδόν, το 50% των μαθητών στο Γυμνάσιο και Λύκειο καταφεύγουν σε “ιδιαίτερα”, με το μέσο κόστος να ανέρχεται στα 5,120 δολάρια. Η αντίστοιχη αγορά εκτιμάται στα 300 εκατ. Και το ωριαίο κόστος κυμαίνεται ανάμεσα στα 25 με 50 δολάρια.

Συγκριτικά, στην Ελλάδα η εν λόγω αγορά αποτιμάται στο 1 δις ευρώ κατ' έτος.