Δεν ξέρω αν ποτέ φανταζόμουν ότι θα έφτανα σε αυτή την ηλικία (την όποια) και θα αναζητούσα όλο και πιο πολύ τη γονεϊκή ασφάλεια! Και το χειρότερο από όλα, δεν ξέρω αν ποτέ οι γονείς μου φαντάζονταν ότι θα έφτανε η στιγμή που το παιδί, το οποίο πάσχισαν να μεγαλώσουν, να μορφώσουν και να έχουν την ικανοποίηση να το δουν να «μεγαλουργεί», αυτό ακόμα θα στηρίζεται σε αυτούς για να επιβιώσει. Η αλήθεια είναι πως ίσως είναι μεγαλύτερη η απογοήτευση όταν το κράτος που πλήρωναν τόσα χρόνια για να τους δώσει μια αξιοπρεπή σύνταξη, ως επιβράβευση για τα χρόνια που δούλευσαν με στερήσεις και κόπους μιας ζωής, αυτό να κλέβει ασύστολα την ήδη πενιχρή σύνταξη που τους δίνει.
Κι όμως αυτή η μικρή σύνταξη είναι που θρέφει πια γονείς και παιδιά. Η ντροπή είναι μεγάλη και από τις δυο πλευρές. Από τη μεριά των γονιών γιατί ζουν σε μια χώρα που δεν μπορεί να τους δώσει τα βασικά, ώστε να ζήσουν αξιοπρεπώς όσα χρόνια τους απομένουν, και από την πλευρά των παιδιών επειδή όχι μόνο δεν μπορούν να ζήσουν όπως ήθελαν, ονειρεύονταν και άξιζαν, αλλά επειδή γίνονται βάρος σε αυτούς που κανονικά θα έπρεπε να ξεκουράζουν και να φροντίζουν, όποτε το είχαν ανάγκη.
Οι συνταξιούχοι γονείς στην Ελλάδα κρατούν τα σκήπτρα της «οικονομικής ευμάρειας» και του success story! Αν δεν υπήρχαν αυτοί, μεγάλη μερίδα του «παραγωγικού» πληθυσμού θα ήταν στην απόλυτη στέρηση και ανέχεια. Πολλές φορές μαζί με τις οικογένειες που δημιούργησαν. Γονείς, πρώην εργάτες, δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι, μητέρες με τη σύνταξη των αποθανόντων συζύγων, γονείς με συντάξεις απόρων κλπ καλούνται πλέον να στηρίξουν τις επιλογές της κυβέρνησης που φροντίζει πάντα για το «καλό» τους. Μιας κυβέρνησης που μόνο να μιλά εκ του ασφαλούς ξέρει.
Το «καλό» στην προκειμένη περίπτωση είναι το καλό των τραπεζών και των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, της μεγάλης Ευρωπαϊκής οικογένειας, αλλά και όσων εις βάρους μας πλουτίζουν τόσο προκλητικά. Πηγαίνω στους γονείς μου για να τους δω και ξέρω ότι στο τέλος της επίσκεψης θα μου δώσουν κρυφά χρήματα για να πιω, τάχα, έναν καφέ στην υγειά τους, ή ως δώρο από κάποια «ξεχασμένα» γενέθλια ή γιορτή. Κι εγώ θα τα δεχτώ με ακριβώς αυτή τη δικαιολογία, γιατί και οι δύο ντρεπόμαστε να παραδεχτούμε ότι μου δίνουν χρήματα που έχω απολύτως ανάγκη για να πάρω μερικά πράγματα για το ψυγείο μου. Αφού τα όποια χρήματα βγάζω πηγαίνουν στους πάγιους λογαριασμούς, η μη πληρωμή των οποίων επιφέρει κρατικές απειλές για διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του τηλεφώνου καθώς και σκληρών κυρώσεων (έως και στέρηση της ελευθερίας μου) στην αθέτηση πληρωμών εφορίας και ασφάλειας.
Είμαι ελεύθερος επαγγελματίας και άσχετα αν δουλεύω ή όχι πρέπει, να πληρώνω 600 ευρώ το χρόνο στην εφορία (την οποία πληρώνω με δόσεις) και 800 ευρώ το δίμηνο στο ΟΑΕΕ που δεν πληρώνω πια, ούτε καν την ρύθμιση που με ανάγκασε το κράτος να κάνω για να ξεχρεώσω. Είμαι ανασφάλιστος και δεν δικαιούμαι κάποιο βοήθημα γιατί πρέπει, λέει, να έχω ξεχρεώσει πρώτα τις ασφαλιστικές μου οφειλές. Μα αν είχα να πληρώσω την ασφάλειά μου θα είχα ανάγκη το βοήθημα; Τι παράλογα είναι αυτά; Γιατί υποτιμούν τόσο τη νοημοσύνη μου;
Ακόμα πηγαίνω στους γονείς μου για να φάω κάποια μεσημέρια, να μου δώσουν ένα χαρτζιλίκι που ξέρω πως θα τους λείψει, γιατί φροντίζουν τον αδερφό μου που από την δουλειά του έχουν να τον πληρώσουν 6 μήνες αλλά και την αδερφή μου που έχει άλλα σοβαρότερα προβλήματα. Έχω σπουδάσει με κόπο στην Ελλάδα και το εξωτερικό, έχω πάρει πτυχία και μεταπτυχιακά και φιλοδοξώ να πάρω και διδακτορικό τίτλο, όλα με δικές μου προσπάθειες μόνο, με προσωπική εργασία, δική μου, αφού οι γονείς μου αδυνατούσαν να το κάνουν, επειδή το «κράτος πρόνοιας» θεωρεί ότι μόνο οι βουλευτές του αξίζουν 6.000 ευρώ το μήνα. Ότι πρέπει να προστατεύει μόνο όσους το έχουν κατακλέψει μέχρι εσχάτων!
Δεν τιμώρησε κανείς με απόλυση κάποιον καθηγητή μου που με έπιασε να αντιγράφω, όλοι το έχουμε κάνει, ίσα ίσα, τιμωρήθηκα εγώ με αποβολή και αποκλεισμό από τις εξετάσεις. Γι αυτό είμαι άλλωστε εδώ και βασανίζομαι αλλιώς θα ήμουν απόφοιτος του Χάρβαρντ. Πληρώνω μια χώρα που δεν με ξεπλήρωσε ποτέ, αλλά συνεχίζω να προσαρμόζομαι στο πρόγραμμα της, το οποίο είναι μόνο εναντίον μου, γιατί έτσι πρέπει, γιατί έτσι με έμαθαν ή με έπεισαν ότι πρέπει.
Ο συνταξιούχος οικοδόμος πατέρας μου και η συνταξιούχος εργάτρια σε εργοστάσιο λευκοσηδιρουργίας μητέρα μου, συνεχίζουν να φροντίζουν τα παιδιά τους, φυλάνε κρυφά τα λεφτά της κηδείας τους, γιατί κανείς μας δεν θα έχει να τα δώσει όταν θα συμβεί το μοιραίο, δεν κάνουν διακοπές τα καλοκαίρια που πάντα ονειρεύονταν. Τις στερήθηκαν, βλέπετε, όταν έπρεπε να τις κάνουν αφού «το καλοκαίρι ανοίγουν οι δουλειές των οικοδόμων» και «αν δουλέψεις τις άδειές σου θα μπορέσουμε να πάρουμε την έγχρωμη τηλεόραση που θέλουν τα παιδιά».
Εγώ συνεχίζω να στηρίζομαι στους γονείς μου και οι γονείς μου συνεχίζουν να ελπίζουν σε μένα. Και οι δύο μαζί συνεχίζουμε να κολυμπάμε σε ένα ορμητικό ποτάμι που έχει καταστρέψει τα πάντα. Νομίζω πως δεν θα χαθούμε όσο πιανόμαστε χέρι-χέρι, όσο δεν σπάει αυτή η αλυσίδα ζωής. Όσο δεν αρνιόμαστε ο ένας τον άλλον. Όσο αποδεχόμαστε και προσπαθούμε.
Μαμά, μπαμπά δεν μπορώ να σας υποσχεθώ ότι θα με δείτε όπως επιθυμείτε γιατί με βλέπετε ήδη όπως δεν θα το επιθυμούσατε ποτέ. Μπορώ όμως να σας υποσχεθώ ότι θα βρω έγκαιρα και γρήγορα το «νησί» που θα μας σώσει, γιατί ξέρω πως ακόμα ονειρεύεστε τις διακοπές που ποτέ δεν κάνατε.
Κι όμως αυτή η μικρή σύνταξη είναι που θρέφει πια γονείς και παιδιά. Η ντροπή είναι μεγάλη και από τις δυο πλευρές. Από τη μεριά των γονιών γιατί ζουν σε μια χώρα που δεν μπορεί να τους δώσει τα βασικά, ώστε να ζήσουν αξιοπρεπώς όσα χρόνια τους απομένουν, και από την πλευρά των παιδιών επειδή όχι μόνο δεν μπορούν να ζήσουν όπως ήθελαν, ονειρεύονταν και άξιζαν, αλλά επειδή γίνονται βάρος σε αυτούς που κανονικά θα έπρεπε να ξεκουράζουν και να φροντίζουν, όποτε το είχαν ανάγκη.
Οι συνταξιούχοι γονείς στην Ελλάδα κρατούν τα σκήπτρα της «οικονομικής ευμάρειας» και του success story! Αν δεν υπήρχαν αυτοί, μεγάλη μερίδα του «παραγωγικού» πληθυσμού θα ήταν στην απόλυτη στέρηση και ανέχεια. Πολλές φορές μαζί με τις οικογένειες που δημιούργησαν. Γονείς, πρώην εργάτες, δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι, μητέρες με τη σύνταξη των αποθανόντων συζύγων, γονείς με συντάξεις απόρων κλπ καλούνται πλέον να στηρίξουν τις επιλογές της κυβέρνησης που φροντίζει πάντα για το «καλό» τους. Μιας κυβέρνησης που μόνο να μιλά εκ του ασφαλούς ξέρει.
Το «καλό» στην προκειμένη περίπτωση είναι το καλό των τραπεζών και των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, της μεγάλης Ευρωπαϊκής οικογένειας, αλλά και όσων εις βάρους μας πλουτίζουν τόσο προκλητικά. Πηγαίνω στους γονείς μου για να τους δω και ξέρω ότι στο τέλος της επίσκεψης θα μου δώσουν κρυφά χρήματα για να πιω, τάχα, έναν καφέ στην υγειά τους, ή ως δώρο από κάποια «ξεχασμένα» γενέθλια ή γιορτή. Κι εγώ θα τα δεχτώ με ακριβώς αυτή τη δικαιολογία, γιατί και οι δύο ντρεπόμαστε να παραδεχτούμε ότι μου δίνουν χρήματα που έχω απολύτως ανάγκη για να πάρω μερικά πράγματα για το ψυγείο μου. Αφού τα όποια χρήματα βγάζω πηγαίνουν στους πάγιους λογαριασμούς, η μη πληρωμή των οποίων επιφέρει κρατικές απειλές για διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του τηλεφώνου καθώς και σκληρών κυρώσεων (έως και στέρηση της ελευθερίας μου) στην αθέτηση πληρωμών εφορίας και ασφάλειας.
Είμαι ελεύθερος επαγγελματίας και άσχετα αν δουλεύω ή όχι πρέπει, να πληρώνω 600 ευρώ το χρόνο στην εφορία (την οποία πληρώνω με δόσεις) και 800 ευρώ το δίμηνο στο ΟΑΕΕ που δεν πληρώνω πια, ούτε καν την ρύθμιση που με ανάγκασε το κράτος να κάνω για να ξεχρεώσω. Είμαι ανασφάλιστος και δεν δικαιούμαι κάποιο βοήθημα γιατί πρέπει, λέει, να έχω ξεχρεώσει πρώτα τις ασφαλιστικές μου οφειλές. Μα αν είχα να πληρώσω την ασφάλειά μου θα είχα ανάγκη το βοήθημα; Τι παράλογα είναι αυτά; Γιατί υποτιμούν τόσο τη νοημοσύνη μου;
Ακόμα πηγαίνω στους γονείς μου για να φάω κάποια μεσημέρια, να μου δώσουν ένα χαρτζιλίκι που ξέρω πως θα τους λείψει, γιατί φροντίζουν τον αδερφό μου που από την δουλειά του έχουν να τον πληρώσουν 6 μήνες αλλά και την αδερφή μου που έχει άλλα σοβαρότερα προβλήματα. Έχω σπουδάσει με κόπο στην Ελλάδα και το εξωτερικό, έχω πάρει πτυχία και μεταπτυχιακά και φιλοδοξώ να πάρω και διδακτορικό τίτλο, όλα με δικές μου προσπάθειες μόνο, με προσωπική εργασία, δική μου, αφού οι γονείς μου αδυνατούσαν να το κάνουν, επειδή το «κράτος πρόνοιας» θεωρεί ότι μόνο οι βουλευτές του αξίζουν 6.000 ευρώ το μήνα. Ότι πρέπει να προστατεύει μόνο όσους το έχουν κατακλέψει μέχρι εσχάτων!
Δεν τιμώρησε κανείς με απόλυση κάποιον καθηγητή μου που με έπιασε να αντιγράφω, όλοι το έχουμε κάνει, ίσα ίσα, τιμωρήθηκα εγώ με αποβολή και αποκλεισμό από τις εξετάσεις. Γι αυτό είμαι άλλωστε εδώ και βασανίζομαι αλλιώς θα ήμουν απόφοιτος του Χάρβαρντ. Πληρώνω μια χώρα που δεν με ξεπλήρωσε ποτέ, αλλά συνεχίζω να προσαρμόζομαι στο πρόγραμμα της, το οποίο είναι μόνο εναντίον μου, γιατί έτσι πρέπει, γιατί έτσι με έμαθαν ή με έπεισαν ότι πρέπει.
Ο συνταξιούχος οικοδόμος πατέρας μου και η συνταξιούχος εργάτρια σε εργοστάσιο λευκοσηδιρουργίας μητέρα μου, συνεχίζουν να φροντίζουν τα παιδιά τους, φυλάνε κρυφά τα λεφτά της κηδείας τους, γιατί κανείς μας δεν θα έχει να τα δώσει όταν θα συμβεί το μοιραίο, δεν κάνουν διακοπές τα καλοκαίρια που πάντα ονειρεύονταν. Τις στερήθηκαν, βλέπετε, όταν έπρεπε να τις κάνουν αφού «το καλοκαίρι ανοίγουν οι δουλειές των οικοδόμων» και «αν δουλέψεις τις άδειές σου θα μπορέσουμε να πάρουμε την έγχρωμη τηλεόραση που θέλουν τα παιδιά».
Εγώ συνεχίζω να στηρίζομαι στους γονείς μου και οι γονείς μου συνεχίζουν να ελπίζουν σε μένα. Και οι δύο μαζί συνεχίζουμε να κολυμπάμε σε ένα ορμητικό ποτάμι που έχει καταστρέψει τα πάντα. Νομίζω πως δεν θα χαθούμε όσο πιανόμαστε χέρι-χέρι, όσο δεν σπάει αυτή η αλυσίδα ζωής. Όσο δεν αρνιόμαστε ο ένας τον άλλον. Όσο αποδεχόμαστε και προσπαθούμε.
Μαμά, μπαμπά δεν μπορώ να σας υποσχεθώ ότι θα με δείτε όπως επιθυμείτε γιατί με βλέπετε ήδη όπως δεν θα το επιθυμούσατε ποτέ. Μπορώ όμως να σας υποσχεθώ ότι θα βρω έγκαιρα και γρήγορα το «νησί» που θα μας σώσει, γιατί ξέρω πως ακόμα ονειρεύεστε τις διακοπές που ποτέ δεν κάνατε.