"Για πολλά χρόνια, το μόνο που δεν μπορούσα ποτέ να αντιμετωπίσω, ούτε καν να δω, ήταν η Μακρόνησος. Θυμάμαι, μια φορά, μετά από πολλά χρόνια, το 60, πήγαμε εκδρομή στο Σούνιο και γύρισα την πλάτη μου. Αλλά κάτι με τραβούσε. Και κάνω έτσι. Και μόλις είδα το νησί, λιποθύμησα."
Συνέντευξη στον Στέλιο Κούλογλου
Γι' αυτό δεν ήθελα να πάω και όταν έγινε η πρώτη εκδήλωση μνήμης στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ήταν πολύς κόσμος, αλλά αν ήμουν μόνος πιθανώς και να σταματούσε η καρδιά μου. Η καρδιά μου εκεί, χτυπούσε σαν πουλί. Δεν μπορούσα να σταθώ.
Δηλαδή, αυτές οι μνήμες, ήταν σαν να πάρουν ένα Εβραίο που επέζησε στο Ολοκαύτωμα, να τον ξαναπάνε να δει το θάλαμο αερίων. Κάτι παρόμοιο κάνανε. Δεν μας ψήνανε στους φούρνους αλλά είναι χειρότερο το μαρτύριο, νομίζω, της απόλυτης απόγνωσης. Το οποίο είχε και από την μορφή του το νησί αυτό.
Ξέρεις, όταν είσαι φυλακισμένος σε νησί,η θάλασσα, από ένα στοιχείο όμορφο, γίνεται το χειρότερο συρματόπλεγμα. Και στην Ικαρία το ίδιο ήτανε. Δεν μπορούσαμε να απολαύσουμε την ομορφιά της θάλασσας. Είναι ένας υδάτινος τοίχος ο οποίος μας έπνιγε.
Στη Μακρόνησο πολύ περισσότερο, όταν μας πηγαίνανε στα βουνά επάνω για τα βασανιστήρια, στις χαράδρες κλπ, ήταν απόλυτη μοναξιά. Στη φυλακή μέσα, ή στην ασφάλεια,ξέρεις ότι πίσω από τους άλλους τοίχους είναι ορισμένοι σύντροφοι σου. Κάποιοι άνθρωποι θα σε ακούσουν. Η μαρτυρία παίζει μεγάλο ρόλο. Εκεί δεν είχες κανέναν. Δηλαδή, να εξαφανιστείς, να πεθάνεις χωρίς να αφήσεις ίχνος πίσω σου, είναι αβάσταχτο.
Αισθανόσουνα εκεί ότι είσαι τίποτα. Ήσουν μόνος σε μια ερημιά, σε ένα βράχο επάνω, στην ερημιά, ήταν σκηνές πολλές αλλά δεν τις έβλεπες και ήταν μακριά η μια με την άλλη. Ήσουν τελείως μόνος. Και ξαφνικά, καθώς κοιμόσουνα, έβλεπες φλόγες, είχανε πετρέλαιο και βάζανε φωτιά στην σκηνή, εκεί που κοιμόσουν.
Και μετά έπεφτε άγριο ξύλο. Πες μου, πως αντέχει αυτός ο άνθρωπος. Στα κλασσικά βασανιστήρια στην Ασφάλεια, είχες την αναμονή και μετά το ξύλο, όσο αντέξεις. Μετά είσαι εξαντλημένος. Και πονάς πολύ. Αλλά αυτό γίνεται μέσα σε δυο-τρεις ώρες. Και πας στο κελί σου πάλι. Στην Μακρόνησο ήταν μήνες, δημιούργησε θύματα τα οποία υποφέρουν ακόμα.
Εγώ έχω φίλο μου, πιο μεγάλο από μένα, έκτοτε παίρνει φάρμακα, έχει κρίσεις γιατί δεχόταν πίεση επάνω σε όλο το νευρικό σύστημα. Υπήρχαν καίκια που πηγαίνανε από την Μακρόνησο στο Λαύριο, για να πάνε τους τρελλαμένους στα νοσοκομεία.
ΚΟΥΛΟΓΛΟΥ: Έχετε μιλήσει με κανέναν από αυτούς που άλλαξαν και από σύντροφοι έγιναν βασανιστές;
ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Ενας στραγγαλιστής είχε ένα αδελφό στέλεχος στην ΕΔΑ. Είχε προσπαθήσει να με στραγγαλίσει και ήρθε αργότερα να μου γυρέψει συγγνώμη. Παρενέβη και ο Γρηγόρης ο Μπιθικώτσης, που ήταν Μακρονησιώτης και αυτός, και με τον Γρηγόρη τον βοηθήσαμε. Διότι είχα απόλυτα συνειδητοποιήσει ότι αυτοί οι άνθρωποι, πραγματικά δεν αισθάνθηκαν καλά.
Τρελάθηκαν οι ίδιοι. Δηλαδή, όταν υποβάλεις έναν άνθρωπο σε τόσο φόβο, μπορεί να κάνει τα πάντα. Έχανε την συνείδηση του.
Ορισμένοι αξιωματικοί, οι οποίοι είχαν μάλιστα και το καθήκον το θλιβερό να είναι επικεφαλής, μου λέγανε ορισμένοι γραφιάδες που δούλευαν στα γραφεία τους και τους έβλεπαν μετά από τα πογκρόμ,να κάθονται στο γραφείο και να κλαινε μαζί με μας. Ήταν γελοίο, δηλαδή, η Μακρόνησος ήταν ένα μεγάλο στρατόπεδο τρελών. Και από δω και από κει.
*Απόσπασμα από μια συνέντευξη δεκάδων ωρών με τον Μ. Θεοδωράκη, για την ζωή, την δράση και το έργο του