Σελίδες

Τι παιδεία θέλουμε; - του Νίκου Θεοτοκά

Καθώς ο ψηφιακός κόσμος κατακτά τη ζωή μας, θεωρούμε θαυμαστό που τα παιδιά μας αποκτούν, μηχανικά σχεδόν, τις δεξιότητες του χρήστη των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και του παγκόσμιου ιστού. Κι έτσι ξεχνάμε εύκολα ότι ο απόφοιτος του Δημοτικού πρέπει να διαθέτει τα στοιχειώδη ώστε να μπορεί να ακούσει ένα εισαγωγικό μάθημα τεχνικής ή πανεπιστημιακής σχολής, να φτιάχνει όρους κατανόησης ενός τηλεοπτικού δελτίου ειδήσεων, μιας έντυπης ή ηλεκτρονικής εφημερίδας ή, στην καλή των περιπτώσεων, να μπορεί να μετρηθεί με τη βάσανο της ανάγνωσης επιφυλλίδων σαν του Νίκου Ξυδάκη ή του Παντελή Μπουκάλα, να μπορεί, αν θέλει, να βγάλει νόημα από μια εφημερίδα σε μια γλώσσα πέρα από τη μητρική του. Να έχει περιέργειες και τρόπους να χαζέψει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

Απέναντι στην "εκπαίδευση της αμάθειας" και της ανοησίας, χρειάζεται να ξαναστήσουμε το σχολείο στην ψηφιακή εποχή, κρατώντας και ανανεώνοντας τις, διόλου παρωχημένες, σταθερές του έντυπου λόγου και του Διαφωτισμού. Με ριζική αναδιάταξη και αποφασιστική μείωση της ύλης στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ριζική αναδιοργάνωση των δημόσιων σχολείων, με υψηλότατο βαθμό αυτονομίας τους στην εκπαιδευτική διαδικασία.

α. Κάθε προβληματισμός και κάθε πρόταση αλλαγών στην ανώτατη εκπαίδευση προϋποθέτουν, για να μπορούν να παραγάγουν ρεαλιστικά αποτελέσματα, ανατρεπτικές τομές στο σύστημα της βασικής εκπαίδευσης και στο Λύκειο. Και κυρίως, στα καθ' ημάς, απαιτούν τη ριζική και απόλυτη αποσύνδεση της σχολικής παιδείας από το σύστημα πρόσβασης στη μεταλυκειακή ή στην ανώτατη εκπαίδευση.
β. Οιαδήποτε πρόταση για την πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση προϋποθέτει τη σύσταση δημόσιων μεταλυκειακών επαγγελματικών σπουδών, στο θεσμικό πλαίσιο των οποίων πρέπει να ενταχθεί και η λειτουργία των ιδιωτικών καταστημάτων τύπου κολεγίων.
Στις συνθήκες της κρίσης απαιτείται, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η ριζοσπαστική ανασυγκρότηση της παιδείας μας. Από το Νηπιαγωγείο ώς τις διδακτορικές σπουδές.
Και σε ό,τι αφορά το πανεπιστήμιο, χρειάζεται, πριν απ' όλα, η κατοχύρωση της ελεύθερης δυνατότητας των αποφοίτων Λυκείου να επιλέγουν οι ίδιοι το αντικείμενο των σπουδών τους και, με τις πειθαρχίες που απαιτεί η εγκύκλια επιστημονική γνώση, να δημιουργούν τους όρους για την εγγραφή τους στα τμήματα ΑΕΙ στα οποία επιθυμούν να συνεχίζουν και να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους.
Η σχετική πρόταση, που χρειάζεται ασφαλώς και δεύτερη και τρίτη επεξεργασία, έχει κατατεθεί ως νομοσχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, περί ενιαίου πρώτου έτους ανώτατης εκπαίδευσης ανά επιστημονικό κλάδο, εξακτινωμένου στις κατά τόπους σημερινές υποδομές που προορίζονται πλέον για εκποίηση. Έχει σημασία ότι η πρόταση αυτή, αντί να εμπλουτιστεί και να ανανεωθεί, αφέθηκε να αραχνιάζει στους κομματικούς φοριαμούς. Μ' όλο που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα τεκμηριωμένο και ρεαλιστικό σχέδιο απέναντι στην ηλιθιότητα και την άγνοια, για να μείνω μόνο σ' αυτές, που χαρακτηρίζουν τις σχετικές νομοθετικές παρεμβάσεις της κυρίας Διαμαντοπούλου και του περίφημου "σχεδίου Αθηνά".
Περί αυτών έχουμε στις αποσκευές μας επεξεργασμένες ιδέες και προτάσεις, που μπορούν να συνεισφέρουν αποτελεσματικά στην επιστημονική ανασύνταξη και αναβάθμιση τμημάτων, σχολών, ιδρυμάτων και προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών. Κάτι τέτοιο, όμως, χρειάζεται τόλμη, καθώς απαιτεί συγκρούσεις όχι μόνο με την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά και με τους υποστηρικτές τής τιποτολογίας στο εσωτερικό μέτωπο.
Μέσα στην κρίση, δεδομένης της κρίσης, χρειάζεται να πάρουμε πάνω μας τη μεταρρύθμιση. Χρειάζεται να συμβάλουμε στην ανασύνταξη των εκπαιδευτικών κοινοτήτων, στον προσανατολισμό των θεσμικών οργάνων, στη μεγαλύτερη δυνατή όσμωση του προτάγματος της αλλαγής με τις μέριμνες του πανεπιστημιακού επαγγελματισμού.
Μπροστά στην επίθεση που δέχεται, το σημερινό πανεπιστήμιο χρειάζεται σύμπτυξη και απελευθέρωση δυνάμεων. Οφείλει να συνδεθεί με την έρευνα, όχι στα λόγια και πέρα από τα κεκτημένα. Τα ερευνητικά κέντρα μπορούν και πρέπει να αναλάβουν κι εκείνα το βάρος που τους αναλογεί. Κι είναι πολύ μεγάλο αυτό το βάρος, στη διδασκαλία της έρευνας τόσο στην εγκύκλια όσο και, κυρίως, στη μεταπτυχιακή διδασκαλία και στις διδακτορικές σπουδές.
Έχουμε πολλά πράματα να κάνουμε λοιπόν. Και για να τα κάνουμε χρειάζεται να κοπιάσουμε, να βρούμε κοινή γλώσσα. Δύσκολο εγχείρημα, αλλά αξίζει τον κόπο.
 
* Ο Ν. Θεοτοκάς διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το παρόν αποτελεί περίληψη της εισήγησής του στο "Κρίση-μο Σεμινάριο" της 12ης Μαρτίου με θέμα: "Τι Παιδεία θέλουμε;"