του Γιάννη Μακριδάκη
Τυχεροί είστε, μας έλεγαν, εσείς δεν ζήσατε Πόλεμο, δεν ζήσατε Πείνα, δεν ζήσατε Κατοχή, δεν ζήσατε Χούντα, και ήτανε βέβαιοι, αμαθείς κι αυτοί, ότι όλα αυτά πια περάσανε και δεν πρόκειται να ξαναρθούν ποτέ. Τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε το κουτάλι, λέγανε για τους εαυτούς τους κι εμείς δεν κατανοούσαμε ούτε μπορούσαμε να νιώσουμε στο παραμικρό τα λόγια τους, σαν παραμύθια ακούγονταν στ’ αυτιά μας, σαν ιστορίες εποχών παλαιών, περασμένων ανεπίστροφα. Τίποτα δεν μας άγγιζε, άτρωτοι ήμασταν. Ούτε η παλιά δυστυχία μάς αφορούσε, ούτε το ότι ήμασταν “τυχεροί” όπως λέγανε. Η κάθε γενιά ζει την εποχή που της έλαχε, απλά και κυνικά.
Μα όπως φαίνεται πεντακάθαρα σήμερα, η ανθρωπότητα έχει μνήμη χρυσόψαρου. Ώσπου να ανοιγοκλείσει τα μάτια της η Ιστορία, επαναλαμβάνεται.
Μόλις πάει να μάθει από τα λάθη του, να μορφωθεί, να εξανθρωπιστεί κάπως αυτό το δίποδο θηλαστικό, ξανακυλάει αμέσως στον βόρβορο της εκ φύσεως αθλιότητάς του, έλκεται από την Ύβρη και την ακολουθεί, ανήμπορο να αντιδράσει, μεθάει από τα κάλλη της, μαστουρώνει και την κυνηγά, όπως ο επιβήτορας την οσμή της θηλυκής σε οίστρο.Είναι πολύ ανιαρό να επαναλαμβάνεται η Ιστορία τόσο σύντομα. Όποιος κάνει τον κόπο να την μάθει, για λόγους προσωπικής καλλιέργειας και ικανοποίησης της περιέργειας, όχι για λόγους εκπαιδευτικούς, βρίσκεται πολύ σύντομα σε αδιέξοδο. Όχι επειδή έμαθε αλλά επειδή δεν έμαθαν οι γύρω του. Η προσωπική καλλιέργεια απομονώνει τον άνθρωπο, τον κάνει παράξενο, λοξό, μισητό πολλές φορές στα μάτια των γύρω του, που κατά κανόνα ακολουθούν την οιστρογόνο οσμή της Ύβρης σαν υπνωτισμένοι.
Προσωπικά δεν αντέχω πια να παρακολουθώ. Καμιά ελπίδα δεν μπορεί να προσφέρει πλέον η επικαιρότητα σε μια χώρα που ξαναζεί την πρόσφατη Ιστορία τόσο σύντομα. Σε μια χώρα που διαθέτει απροκάλυπτα πια φασιστική κυβέρνηση, σε μια χώρα που διαθέτει κοινωνική πλειονότητα αδιάφορων ξεπουλητάδων της γης τους, αλλά, το χειρότερο, σε μια χώρα που οι πολίτες της φασιστοποιούνται, ποσοτικά και ποιοτικά, με τρομακτικούς ρυθμούς καθημερινά, δεν μπορεί να συμβεί τίποτε άλλο εκτός από εξαθλίωση, σκληρούς και αποτρόπαιους θανάτους, καταπίεση, ανελέητο κυνηγητό και φίμωση κάθε αντιστασιακής φωνής και στο τέλος κήρυξη και γενίκευση του ακήρυχτου πολέμου. Τότε θα πιάσει πάτο η χώρα και θα ξαναρχίσει απ’ την αρχή το επόμενο, γνωστό κι αυτό από το πρόσφατο παρελθόν, στάδιο της Ιστορίας.
Νιώθω ντροπή ως άνθρωπος και ως Έλληνας πολίτης. Νιώθω απογοήτευση. Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι ότι νιώθω πως με ξεπερνάει όλη αυτή η αθλιότητα και δεν μπορώ πια ούτε με την όποια τέχνη μου να της αντισταθώ, να την πολεμήσω, να αποξεχαστώ και να δημιουργήσω. Και καταλαβαίνω απόλυτα γιατί σιώπησαν κάποιοι καλλιτεχνικά κατά τη διάρκεια της προηγούμενης χούντας. Προφανώς είναι και η τέχνη μα και οι άνθρωποι που ασχολούνται μαζί της, αναπόσπαστα μέρη της Ιστορίας που επαναλαμβάνεται, κι έτσι, βιώνει η κι αυτή, βιώνουν κι αυτοί, την βαρετή επανάληψη.