Σελίδες

Βιβλιοθήκες, πόλεις στο βυθό



του Γιάννη Παλαβού*
Καμιά φορά σκέφτομαι, μισοαστεία-μισοσοβαρά, ότι για μένα που δε θρησκεύομαι οι βιβλιοθήκες είναι ό,τι πλησιέστερο σε ναό. Είναι ένας χώρος όπου είμαι καλοδεχούμενος ανεξαρτήτως τού ποιος ή πώς είμαι, ένας χώρος όπου βρίσκω ησυχία, όπου ανοίγω εσωτερικό διάλογο με φωνές υπερβατικές. Όπως και να ’χει, στις βιβλιοθήκες οφείλω την επαφή μου με τη λογοτεχνία, με την ανάγνωση και τη γραφή ως αισθητικά γεγονότα και τρόπους αυτοκατανόησης.
 
Μεγαλώνοντας σ’ ένα σπίτι όπου δεν υπήρχαν βιβλία, περνούσα πολλά απογεύματα στην «Παιδική και Εφηβική Βιβλιοθήκη» του Βελβεντού, της κωμόπολης όπου γεννήθηκα κι έζησα μέχρι να φύγω για σπουδές. Δεν αποκλείεται να βρέθηκα εκεί από ένα αίσθημα δειλίας, αδυναμίας ν’ ανταποκριθώ στις απαιτήσεις τού όντως (δηλαδή: συγκρουσιακού) κόσμου. Αλλά πάλι δεν ξέρω. Μπορεί απλώς να προβάλλω στην παιδική μου ηλικία θέματα που αντιμετωπίζω τώρα ως ενήλικας.

Ένα είναι σίγουρο: στη βιβλιοθήκη άρχισα ν’ ανακαλύπτω έναν κόσμο με πολλαπλές δυνατότητες για γνώση και διασκέδαση∙ άρχισα να κοινωνικοποιούμαι, να γίνομαι δραστήριος. Βιβλία, κόμικς, άτλαντες, παιχνίδια, σκάκι, δίσκοι, συζητήσεις, εκδρομές, επαφή με άγνωστα πράγματα –διψούσα για όλ’ αυτά και η βιβλιοθήκη μού τα πρόσφερε. 
 
Νοσταλγώ αυτή την εποχή. Και θυμάμαι το εξής: το 1989 ή το 1990 με τα υπόλοιπα παιδιά γράψαμε, σελιδοποιήσαμε και τυπώσαμε στο τυπογραφείο της βιβλιοθήκης ένα διήγημα με τίτλο «Οι περιπέτειες της ψαροπαρέας». Το ξεκινήσαμε ένα απόγευμα όλοι μαζί, αλλά από τη δεύτερη μέρα κατέληξα να το γράφω σχεδόν μόνος. Η υπόθεση: ο Γαρίδας και η παρέα του, παιδιά που ζουν στη Μυδογαριδοστρειδούπολη, μια πόλη στο βυθό της θάλασσας, αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν μια μυστηριώδη υπόθεση. Πολλές λέξεις έχουν ως πρώτο συνθετικό τη λέξη «ψάρι» –δάνειο, καταφανώς, από τα Στρουμφάκια. Είναι το πρώτο τυπωμένο μου κείμενο.
Υπάρχει ένα αντίτυπο στο σπίτι στο Βελβεντό. Φέτος το καλοκαίρι, κάποιο απόγευμα σκάλιζα το παλιό σύνθετο. Βρήκα το βιβλιαράκι.
Το κατέβασα, έπιασα να το ξεφυλλίζω. Καθόμουν έπειτα στο σαλόνι και χαμογελούσα.


* Ο Γιάννης Παλαβός είναι συγγραφέας και ζει σήμερα στην Αθήνα. Τo τελευταίο βιβλίo του Αστείο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.
  
το τυπογραφείο της βιβλιοθήκης του Βελβεντού  το τυπογραφείο της βιβλιοθήκης του Βελβεντού
το τυπογραφείο της βιβλιοθήκης του Βελβεντού
φωτογραφίες της Κατερίνας Καλούδη από το βιβλίο Παιδικές Βιβλιοθήκες στην Ελλάδα, Κέντρο Παιδικών και Εφηβικών Βιβλιοθηκών 1992

Γνώρισα τον Γιάννη Παλαβό μέσα από μια συνέντευξη του στην εφημερίδα τα ΝΕΑ. Εκεί μιλούσε για την αξία που είχε για τη συγγραφική του πορεία το γεγονός πως στο χωριό που μεγάλωσε -ο Βελβεντός Κοζάνης- υπήρχαν τρεις βιβλιοθήκες που παρακολουθούσαν τις αναγνωστικές του ανησυχίες καθώς μεγάλωνε. Ξεκινώντας από την «Παιδική και Εφηβική Βιβλιοθήκη» ως τη «Βιβλιοθήκη του Μορφωτικού Συλλόγου» του χωριού. Να λοιπόν που μετά από 25 χρόνια συναντούσα κάποιον ο οποίος βρισκόταν στην άλλη άκρη της διαδρομής: Κάθε μήνα, μια κούτα γεμάτη με καινούρια, παιδικά και όχι μόνο, βιβλία ξεκινούσε από το Κέντρο Παιδικών και Εφηβικών Βιβλιοθηκών, όπου εργαζόμουν ετοιμάζοντας τα μηνιαία εκπαιδευτικά προγράμματα που συνόδευαν τα βιβλία, προς τις 25 βιβλιοθήκες του δικτύου.

Ο οργανισμός αυτός ήταν καρπός της συνεργασίας του κράτους και της γενναιόδωρης κυρίας Ανέτ Σλουμπερζέ που προικοδότησε τις βιβλιοθήκες με τον θησαυρό των βιβλίων ο οποίος μέχρι σήμερα βρίσκεται στα ράφια τους αν κι αυτές παραμένουν κλειστές. Όπως πίστευε η Έλγκα Καββαδία, διευθύντρια του Κέντρου, μια βιβλιοθήκη δεν αξιολογείται με νούμερα παρά μόνο με τον τρόπο που μπορεί να αλλάξει τη ζωή έστω κι ενός ανθρώπου. Είχα την τύχη μετά από 25 χρόνια να γνωρίσω τον Γιάννη Παλαβό που επιβεβαιώνει και μου δίνει δύναμη, σε μια εποχή που πολύς λόγος γίνεται για τις βιβλιοθήκες, να συνεχίζω να πιστεύω το ίδιο ζεστά αυτά που διδάχτηκα στο ξεκίνημά μου.

Ε. Βοκοτοπούλου