της Όλγας Μοσχοχωρίτου
Ήταν ένας τυχερός άνθρωπος ο Δημήτρης Μητροπάνος. Κι εμείς μαζί του. Αυτός γιατί έζησε τα χρυσά χρόνια του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Γιατί το νεαρό Λαμπράκη τον εντόπισε αμέσως ο Μίκης Θεοδωράκης αλλά και ο Ζαμπέτας και όλοι οι μεγάλοι. Γιατί τραγούδησε τα καλύτερα, «ψιλοκλέβοντας» όπως έλεγε ο ίδιος την τέχνη των δημιουργών, των συνθετών, όταν τραγουδούσαν.
Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Τάκης Μουσαφίρης («Εμείς οι δυο» κ.α.), Χρήστος Νικολόπουλος («Πάρε Αποφάσεις» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου), Γιάννης Σπανός («Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό») ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του '80.
Η συμμετοχή του σε δίσκους των Λάκη Παπαδόπουλου (με το τραγούδι «Για να σ' εκδικηθώ») και Νίκου Πορτοκάλογλου («Κλείνω κι έρχομαι») αναδεικνύουν εκείνη την εποχή την ευρεία γκάμα της ερμηνείας του και προαναγγέλλουν μια στροφή στον τρόπο ερμηνείας του, που θα οδηγήσει σε μια σειρά από δίσκους που άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την έννοια του καλού σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού. Οι συνεργασίες με το Μάριο Τόκα και το Φίλιππο Γράψα («Η εθνική μας μοναξιά» και «Παρέα με έναν ήλιο») συνδυάζουν τη λαϊκή υφή και συναίσθημα με τη πιο βαθιά έννοια στίχων και τη χρησιμοποίηση λέξεων πιο επιτηδευμένων. Παράλληλα, η απήχηση των τραγουδιών στην κοινωνία και η εμπορική επιτυχία αναδεικνύουν αυτές τις δημιουργίες ως εργαλεία αλλά και συμπτώματα της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας.
Η πολύ σημαντική συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο με τον δίσκο «Στου Αιώνα την Παράγκα», σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη, αποτελεί στροφή του ερμηνευτή σε ακόμα πιο «έντεχνες» διαδρομές, διατηρώντας και πάλι την ταυτότητα του λαϊκού.
Ο Μητροπάνος συνεχίζει στα ίδια μονοπάτια, με τραγούδια των Μικρούτσικου, Κορακάκη, Μουκίδη, Παπαδημητρίου κ.α. στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000.
Επομένως τυχερός γιατί έπιασε το νήμα από τη δεκαετία του 1960 και μας το έφερε ως σήμερα. Εμπλουτίζοντας την έννοια του λαϊκού με στοιχεία θα λέγαμε της ροκ και του μπλουζ.
«Είμαι αριστερός, δήλωνε με τον βαρύ και ίσιο τρόπο του αλλά στο τραγούδι μου είμαι λαϊκός. Γι αυτό και δεν υπηρέτησα τόσο πολύ το πολιτικό τραγούδι». Εντύπωση μεγάλη μου έκανε αυτή του η δήλωση. Δεν την ανέπτυξε περισσότερο. Αλλωστε δεν ήταν αναλυτικός στις συνεντεύξεις του. Όπως τραγουδούσε, έτσι και μίλαγε. Δωρικά. Αυστηρά. Σαν μετά από μεγάλη σκέψη. Που δεν την ξεδίπλωνε αλλά μας μετέφερε μόνο το απόσταγμά της. Αισθανόμουν ότι περισσότερο έκανε δηλώσεις. Για όποιον καταλάβαινε.
Τυχεροί κι εμείς που τον ακολουθούσαμε από τις μπουάτ, τα στάδια και τα θέατρα έως τα νυχτερινά μαγαζιά. Εκεί που με ένα βλέμμα του απέτρεπε όποιον σηκωνόταν να χορέψει ενώ αυτός τραγουδούσε. Το δικό του προσωπικό ήθος απλωνόταν και στο χώρο. Τον σηματοδοτούσε.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά τον Μητροπάνο τον είχα αντίστοιχο της Σωτηρίας Μπέλλου. Είχαν ένα καθαρό Α στην ερμηνεία τους. Ένα άνοιγμα ψυχής που άνοιγε κι εσένα. Ενώ ο μεγάλος Καζαντζίδης σε συνέπαιρνε με το θρήνο του και ο Μπιθικότσης σε χάραζε με μικρά διαμαντάκια.
Δεν είναι αλήθεια αυτό που ισχυρίζονται οι απανταχού μέτριοι «ότι ουδείς αναντικατάστατος». Όχι, υπάρχουν καλλιτέχνες, διανοητές και ενίοτε άνθρωποι διπλανοί μας, που με την ύπαρξή τους, άλλοτε μας φωτίζουν κι άλλοτε κάνουν τη ζωή μας πιο υποφερτή. Ανθρωποι που όταν «φεύγουν» μας λείπουν. Ο Μητροπάνος λοιπόν είναι ένας από αυτούς και μας «τόσκασε» νωρίς. Είχαμε πιστέψει ότι είχε διαφύγει τον κίνδυνο από την περιπέτεια της υγείας του. Αλλά δεν μας έκανε το χατίρι.