Σελίδες

Ομιλία του Νίκου Θεοτοκά για το βιβλίο «Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο...»


Εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία του Νίκου Θεοτοκά, Καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, για το βιβλίο «Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο, γονείς θέλουν», που έχει γράψει ο Νίκος Σιδέρης.

"Εμείς, η δικιά μας γενιά θέλω να πω, ζήσαμε καλύτερα από τους γονείς μας.  Κι οι γονείς μας, τελικά, έζησαν καλύτερα από τους παππούδες μας.  
Σήμερα όμως μοιάζει να χωνεύουμε την ιδέα ότι τα δικά μας παιδιά θα ζήσουν χειρότερα από εμάς. Ότι τα όνειρά μας γι’ αυτά δεν χωρούν στον κόσμο που φτιάξαμε ή που ανεχθήκαμε. 
  Κι αντί να δούμε τις πραγματικότητες που στενεύουν τον ορίζοντα των προσδοκιών μας και να συντηρήσουμε ή να ανασυγκροτήσουμε τα νεανικά μας προτάγματα για την αλλαγή του κόσμου, σπρώχνουμε τα παιδιά ν’ ανταποκριθούν όλο και περισσότερο στους μύθους και τα παραμύθια των ηγεμόνων. 
Διότι έτσι πρέπει. Με τύψεις και, κυρίως, παραιτούμενοι από τον ρόλο του γονιού."


Με τον συγγραφέα, για το βιβλίο του οποίου θα συζητήσουμε σήμερα, γνωριζόμαστε πάρα πολλά χρόνια. Συνδεθήκαμε στενά στο Παρίσι, όπου κάναμε τις μεταπτυχιακές μας σπουδές. Εκεί λοιπόν, βρεθήκαμε τρεις Νίκοι στο σεμινάριο ιστορίας του Σπύρου Ασδραχά. Ο ψυχίατρος Νίκος Σιδέρης, ο ιστορικός Νίκος Κοταρίδης και ο υποφαινόμενος. Γίναμε φίλοι καρδιακοί, κι από τότε ως τώρα συμμεριζόμαστε, τις επιστημονικές μας έγνοιες αλλά και τις αγωνίες, τις χαρές, τις ευφορίες και τις δυσκολίες του ατομικού, του κοινωνικού και του πολιτικού βίου.




Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται: «Η έκπληξη μπροστά στο προφανές». Καθώς έγραφε ο Μαξ Βέμπερ -ήδη από τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα, το προφανές της κατανόησης μπορεί να έχει είτε ορθολογικό χαρακτήρα είτε συναισθαντικό. Ορθολογικά προφανές είναι εκείνο που κατανοείται διανοητικά δίχως χασμωδίες και αδιαφάνειες ως προς τη νοηματική συνάφεια στην οποία αναφέρεται. Συναισθαντικά προφανές είναι εκείνο που, αναβιούμενο στη φαντασία, επιβεβαιώνει πλήρως ένα συναίσθημα βιωμένο στη συνάφεια της πράξης.

Η έκπληξη, λοιπόν, μπροστά στο προφανές –που επικαλείται ο Σιδέρης, εγείρει ερωτήματα που οδηγούν στην αναζήτηση παραμέτρων οι οποίες, ενδεχομένως, αποκρύπτουν ή σκιάζουν ή μεταθέτουν λογικές ή συναισθηματικές εντάσεις ανάμεσα στο δέον και στο επιβεβλημένο, ανάμεσα στο καλό και το χρήσιμο, ανάμεσα στο αναγκαίο και στο εφικτό.

Κάτι θολώνει το προφανές στο οπτικό πεδίο των γονιών. Κάτι μπερδεύει τον ορθολογικό προσδιορισμό και χειρισμό σκοπών και μέσων που υπαγορεύουν οι κοινωνικοί ρόλοι με το πεδίο των συναισθημάτων που αναφέρονται στις σχέσεις. Κι αυτό το μπέρδεμα καταλήγει σε αλληλοαποκλειόμενα «πρέπει».

Οι γονείς «πρέπει», για να είναι γονείς, να φροντίζουν για την εξασφάλιση των υλικών μέσων που απαιτεί το «προς το ζην». Έτσι, στις αναπτυγμένες κοινωνίες, οι γονείς, για να είναι γονείς, «πρέπει», σωματικά και ψυχικά, να μην είναι εκεί όπου «πρέπει» να βρίσκεται ώστε να ανταποκριθούν στον ρόλο τους. Δουλειά πρωί κι απόγευμα, συχνά και βράδυ, αλλοτρίωση και συναισθηματική αποπτώχευση, σώρευση θυμού, κούρασης ή απελπισίας και, ταυτόχρονα, έγνοια να προστατευτούν τα παιδιά από τα δεινά του καθημερινού βίου. Τελικά, τούτη η μέριμνα της προστασίας κατασκευάζει, με τις πιό καλές προθέσεις, ένα φανταστικό κουτί, μέσα στο οποίο κλείνονται τα παιδιά, όχι ως παιδιά αλλά ως μικρογραφικά φαντάσματα ενηλίκων, που «οφείλουν» να καταλαβαίνουν όσα καταλαβαίνουν οι μεγάλοι, που «οφείλουν» να απαντούν στα ερωτήματα των μεγάλων, που «οφείλουν» να διευθετούν τη σχέση τους με τους μεγάλους.

Στον παραμορφωτικό καθρέφτη που δημιουργείται, τα παιδιά καλούνται λοιπόν να καταλάβουν τους γονείς τους, να τους στηρίξουν, να τους μάθουν τους κώδικες της γλώσσας, να τους διδάξουν την αλφαβήτα του καλού και του κακού, του αποδεκτού και του απαράδεκτου. Τελικά, όπως το έλεγε ο Μαρξ μιλώντας για τις ιδεολογίες, στα παιδιά ανατίθεται να γεννούν τους γονείς τους, να τους μεγαλώνουν, να τους μαθαίνουν να περπατούν στον κόσμο και να παράγουν το αξιακό σύμπαν στο οποίο πρέπει να αναφέρονται μικροί και μεγάλοι.

Υπερβάλλω, ασφαλώς, απομονώνοντας και μεγεθύνοντας τις διαστάσεις του φαινομένου που υπαινίσσομαι. Μόνο που, για να αναφερθούμε στο προφανές που βρίσκεται ασύνειδα συγκαλυμμένο, είναι χρήσιμη πιστεύω η μεγέθυνση και η υπερβολή. Καθώς, λοιπόν, το απόθεμα ζωτικού και συναισθηματικού κουράγιου για τον ρόλο του γονιού εξαντλείται από τα δεινά του βίου, ανατίθεται στα παιδιά να λειτουργούν ως γονείς του εαυτού τους και, τελικά, ως γονείς των γονιών τους. Καταλαμβάνουν, δηλαδή, ρόλο στη διευθέτηση των σχέσεων ανάμεσα στην οικογένεια, ανάμεσα στ’ αδέλφια, ανάμεσα σ’ αυτά και στους γονείς, ανάμεσα -εν τέλει- στους ίδιους τους γονείς.

Όλο αυτό που καθ’ υπερβολήν περιέγραψα, τροφοδοτείται κι από τη δημόσια πλέον αντίληψη περί «προοδευτικότητας», περί «ελευθερίας», περί «ισότητας», περί «δικαιωμάτων» κλπ. Οι κοινωνικές και πολιτισμικές κατακτήσεις του εικοστού αιώνα προβάλλονται ευθέως στον κόσμο των παιδιών και των σχέσεών τους με την οικογένεια. Κι εδώ κατασκευάζεται ένας επικίνδυνος και νοσογόνος αυτοματισμός.

Γονείς και παιδιά τοποθετούνται ως «ίσοι» σ’ έναν φανταστικό κόσμο «δικαιωμάτων» που συγχέονται με τους «ρόλους» και τις υποχρεώσεις. Έτσι, λόγου χάριν, η ανάμνηση της γονεακής καταπίεσης ή το στερεότυπο του «πατέρα αφέντη», οδηγεί ασύνειδα σε μια εξισωτική διανοητική κατασκευή όπου το παιδί αντιμετωπίζεται ως οιονεί μεγάλος. Κι όπου ο γονιός που καταπιέζει αντικαθίσταται από ένα φάντασμα γονιού που δεν είναι γονιός. Μόνο που αυτό το φάντασμα καλύπτει και αλλοιώνει τον ίδιο του τον εαυτό στον ρόλο του γονιού. Από την άλλη, η ανάμνηση του ενηλίκου που αναστοχάζεται την καταπίεση που δέχτηκε ως παιδί δίνει τη θέση της σε ένα φάντασμα παιδιού που δεν είναι παιδί. Μόνο που αυτό το φάντασμα καλύπτει και αλλοιώνει την πραγματικότητα του δικού του παιδιού.

Επιτρέψτε μου να διαβάσω ένα απόσπασμα:

«Η οικογένεια λοιπόν δεν είναι ένα σύνολο αδιαφοροποίητο. Δεν είναι κρεμώδης οντότητα όπου ιδιότητες, θέσεις, λειτουργίες, ρόλοι, τρόποι, αισθήματα, σκέψεις, λόγια και πράξεις δεν έχουν τίποτε το ξεχωριστό. Δεν είναι ένα γήπεδο όπου όλοι οι παίχτες κάνουν τα πάντα - και τερματοφύλακες, και αμυντικοί, και στο κέντρο, και επιθετικοί, και αναπληρωματικοί στον πάγκο, και προπονητές, και διαιτητές ακόμη... Κάθε άλλο μάλιστα, σ' ένα σπίτι συγκατοικούν σώματα, φαντασίες, κινήσεις, λόγια, αισθήματα, σκέψεις, χώροι και πράγματα... όχι όμως εική και ως έτυχε, χύμα. Αλλά υπακούοντας σε μια αόρατη παρτιτούρα, εκτελώντας μια εξυπονοούμενη χορογραφία, που τους αγκαλιάζει και τους κυβερνά όλους, και μάλιστα επενδυμένη με μύρια φορέματα οικογενειακής μυθολογίας. Μια οικογένεια είναι ένα σύστημα αυστηρά συγκροτημένο, που διέπεται από κανόνες. Και όπου ορισμένες ιδιότητες καθενός είναι τόσο ρητά καθορισμένες, που και να θέλει κάποιος δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτές. Οι θεμελιώδεις αυτές ιδιότητες είναι πρώτα απ' όλα οι προφανέστερες: ένας πατέρας είναι ο πατέρας• μια μητέρα είναι η μητέρα• ένα παιδί είναι το συγκεκριμένο παιδί - ούτε ο πατέρας του, ούτε η μητέρα του, ούτε κάποιο απ' τ' αδέρφια ή τα ξαδέρφια του. Ένα σπίτι δεν είναι ξενοδοχείο, όπου ο καθένας περνάει, μένει λίγο, μετά φεύγει - και στη θέση του έρχεται ένας άλλος, χωρίς ν' αλλάζει τίποτε στον τρόπο λειτουργίας του ξενοδοχείου. Σε μια οικογένεια, κανείς δεν είναι ούτε περαστικός, ούτε αναλώσιμος, ούτε αντιμεταλλάξιμος. Ακόμη κι αν κάποιος λείπει για λίγο ή πολύ μακριά, ακόμη κι αν κάποιος για μια περίοδο ανημπορεί να λειτουργήσει έμπρακτα (λόγω αρρώστιας, για παράδειγμα), ακόμη κι αν κάποιος απομακρυνθεί απ' την κοινή εστία (λόγω χωρισμού ή και θανάτου, ή επειδή ένα παιδί μεγαλώνει και φεύγει για να δημιουργήσει δικό του σπίτι), και πάλι οι θεσμικές ιδιότητες παραμένουν αναλλοίωτες: Ο πατέρας, κι αν λείπει μακριά, παραμένει πατέρας. Η μητέρα, κι αν αγαπήσει και φύγει να ζήσει με κάποιον άλλον άνθρωπο, παραμένει μητέρα. Και το παιδί, κι αν δημιουργήσει δική του οικογένεια, παραμένει το τέκνο των γονιών του.

Οι εν λόγω συμβολικές ιδιότητες (έτσι τις ονομάζουμε) είναι συστατικά στοιχεία της ύπαρξης και της ιδιαιτερότητας του κάθε μέλους σε μια οικογένεια. Δεν αποδίδονται με βάση διαπροσωπικές διαπραγματεύσεις και συμφωνίες, αλλά σύμφωνα με τους θεσμικούς κώδικες και κανόνες της κοινωνικής ζωής. Οι ιδιότητες αυτές προκύπτουν από τα συμβολικά συστήματα όπου κατοικεί και ζει ο καθένας και χωρίς τα οποία οι κοινωνικές σχέσεις δεν ορίζονται ή δεν αντέχουν».

Το έχω ακούσει πολλές φορές, ο Σιδέρης -είμαι σίγουρος, πολύ περισσότερες: «Δεν θέλω να νοιώσουν τα παιδιά μου την καταπίεση που ένοιωσα εγώ από τους γονείς μου». Σωστό και δίκαιο ακούγεται. Μόνο που σ’ αυτά τα λόγια κάτι γλιστράει και χάνεται. Η ανάκληση της γονεακής καταπίεσης, της πολύ τραυματικής ενδεχομένως, κάποιες φορές έρχεται να ταυτίσει, ασύνειδα, τις συμπεριφορές και τα πρόσωπα με τους ρόλους. Ο φόβος για τη μη εκπλήρωση του γονεακού ρόλου γίνεται παραίτηση από τον ρόλο του γονιού. Ωστόσο, καθώς επισημαίνει ο Σιδέρης, «εκατομμύρια παιδιά έχουν μεγαλώσει με γονείς μετριότατους ως προς τη γονεακή τους λειτουργία [...]. Οπωσδήποτε, πάντως, το να έχεις γονείς ανεπαρκείς είναι καλύτερο από το να μην έχεις καθόλου γονείς».

Συνήθως, λόγια όπως αυτό το «δεν θέλω να νοιώσουν τα παιδιά μου την καταπίεση που ένοιωσα εγώ από τους γονείς μου», συνοδεύονται κι από το εξαιρετικά δημοκρατικό και προοδευτικό ηθικό πρόταγμα: «Θέλω να κατακτήσω τον σεβασμό του παιδιού μου». Εδώ, λοιπόν, στο όνομα της ελευθερίας και του σεβασμού προς τον άλλον φτιάχνεται ένα σχήμα που καταστρατηγεί πλήρως θέσεις και ρόλους. Στο τέλος, ο ανεπαρκής ή ο κακός γονιός δεν έχουν ν’ αναμετρηθούν μ’ έναν επαρκή ή καλό γονιό αλλά μ’ έναν γονιό που παραιτείται από τον ρόλο του, μ’ έναν γονιό που δεν είναι γονιός.

Θα διαβάσω ένα ακόμη απόσπασμα από το βιβλίο:

Σε κάθε κατάσταση και σε κάθε σύστημα, λοιπόν, ορισμένοι κανόνες καθορίζουν συμβολικές θέσεις και λειτουργίες. Και οι άνθρωποι που μετέχουν στην εν λόγω κατάσταση ή ανήκουν στο εν λόγω σύστημα χαρακτηρίζονται από ορισμένες συμβολικές ιδιότητες, κατέχουν καθορισμένες θέσεις και επιτελούν προσδιορισμένες λειτουργίες. Στο κατεξοχήν συμβολικά θεμελιωμένο σύστημα οικογένεια, αυστηροί κανόνες, καθώς και λειτουργικές αναγκαιότητες και σκοπιμότητες επισημαίνουν κάθε μέλος με ορισμένες ιδιότητες, το τοποθετούν σε καθορισμένη θέση και του υπαγορεύουν προσδιορισμένες λειτουργίες. Οι συμβολικές ιδιότητες, θέσεις και λειτουργίες των μελών μιας οικογένειας είναι ασύμμετρες. Χαρακτηρίζουν μονοσήμαντα κάθε μέλος και δεν μπορούν να του αφαιρεθούν, να μεταβιβαστούν σε κάποιο άλλο ή να ακυρωθούν μονομερώς. Αν κάτι τέτοιο επιχειρηθεί, η οικογενειακή δυσλειτουργία είναι αναπόφευκτη - όπως και οι συνέπειες της, που τις είδαμε.

Στις σχέσεις γονέων και τέκνων, η ασυμμετρία είναι ολοφάνερη. [...] Οι γονείς θα δώσουν το όνομα του στο παιδί, όχι το παιδί στους γονείς του. Οι γονείς έχουν την υποχρέωση να το φροντίζουν, σε κλίμα στοργής, σεβασμού και ασφάλειας, μέχρι να ενηλικιωθεί. Οι γονείς θα μεταδώσουν τη γλώσσα (τη μητρική γλώσσα) και τα θεμελιώδη στοιχεία του πολιτισμού στο παιδί, όχι το αντίστροφο. Το παιδί έχει την υποχρέωση να πάει στο σχολείο που θα επιλέξουν οι γονείς του σύμφωνα και με τους νόμους (π.χ. εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση στη σημερινή Ελλάδα). Το παιδί έχει την υποχρέωση να σέβεται τους γονείς του. Σε θέματα κοινής ζωής, όπως οι ώρες φαγητού και ύπνου ή το ύψος των διαθέσιμων για το παιδί χρημάτων, οι γονείς έχουν την υποχρέωση να ακούσουν τη γνώμη, τις επιθυμίες και τις προτιμήσεις του παιδιού τους, αλλά και να λάβουν εκείνοι την τελική απόφαση, με την οποία το παιδί υποχρεούται να εναρμονισθεί».

Οι γενιές των δικών μας γονιών και παππούδων, διάγοντας τον καθ’ ημέρα βίο υπό τη δύναμη μιας ζώσας παράδοσης όπου οι πεθαμένοι άδραχναν τους ζωντανούς, τοποθετούσαν ασύνειδα και αυτονόητα τα μέλη της οικογένειας σε κληρονομημένες θέσεις και ρόλους. Κι αυτό, φυσικά, οδηγούσε στην αναπαραγωγή κατεστημένων σχέσεων και μορφών αυθεντίας, κατεστημένων τρόπων και στερεοτύπων συμπεριφοράς. Η παραδοσιακές μορφές μηχανικής αλληλεγγύης συνοδεύονταν, φυσικά, και από κοινωνικά αξιακά συστήματα αναφοράς, με αξιώσεις καθολικής εφαρμογής και τρόπους ποινικοποίησης των αποκλίσεων. Στο σπίτι, λόγου χάριν, του καταδιωκόμενου αριστερού που πάλευε για την κοινωνική απελευθέρωση, αναπαράγονταν οι κληρονομημένοι και διόλου χειραφετητικοί κοινωνικοί ρόλοι στο πλαίσιο της οικογένειας. Μόνου που, οι βαθιές πολιτισμικές τομές της εποχής μας (οι οποίες έλκουν την καταγωγής τους -ανάμεσα στ’ άλλα- από τα παγκοσμιοποιημένα σ’ ό,τι αφορά τα ελευθεριακά προτάγματά τους κινήματα της δεκαετίας του 1960), συγκρότησαν τη βεβαιότητα πως το παλιό πεθαίνει. Κι όντως, το παλιό πεθαίνει. Μα και το καινούριο δεν βρίσκει ούτε τον τρόπο ούτε τον δρόμο για να γεννηθεί. Καθώς, λοιπόν, απαξιώνονται οι τρόποι των παραδοσιακών ρόλων στο πλαίσιο της οικογένειας, οι νέοι άντρες και οι νέες γυναίκες, που αναλαμβάνουν με τη φυσική διαδικασία τους ρόλους των γονιών, βρίσκονται μπροστά σ’ ένα βαθύ κοινωνικό και πολιτισμικό χάσμα. Η απαξίωση των παλιών τρόπων οδηγεί στην ακύρωση των ρόλων. Τα ρηξικέλευθα αξιακά προτάγματα των τελευταίων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, αντί να επενδύονται στους όρους της φυσικά ιεραρχικής σχέσης γονιών-παιδιών και να την αλλάζουν, υπονομεύουν τον ρόλο της μάνας και του πατέρα.

Όλο αυτό το πλέγμα των ιδεολογικών προσλαμβανουσών φτιάχνει ένα σχίσμα ανάμεσα στη γονεακή σχέση και στην κοινωνικά ορισμένη γονεακή ευθύνη για το οικογενειακό ευ ζην. Η διάλυση της ιεραρχίας στο όνομα της «μη καταπίεσης» και το συναισθηματικό έλλειμμα που ασυναίσθητα παράγει η απουσία του γονεακού ρόλου, φτιάχνουν μια ελευθεριακή συμβίωση «ισότιμων», υποτίθεται, προσώπων που το καθένα οφείλει να κατακτήσει τον σεβασμό και τη θέση του μέσα στη σχέση.

Στ’ αλήθεια, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Δεν υπάρχει καμιά «ισοτιμία» όταν λένε οι γονείς στο παιδί τους να μην βάζει τις φουρκέτες ή τις πρόκες στην πρίζα. Ή να μην γυρίζει στο σπίτι όποτε του καπνίσει. Όσο «δημοκρατικά» κι αν έθεσαν το ζήτημα, σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές οι γονείς δεν είναι «ισότιμοι» με τα παιδιά τους. Ούτε μιλούν ούτε διαπραγματεύονται περί του δέοντος σαν «ίσοι» προς «ίσους». Είναι κοντά τους, πλάϊ τους, αλλά λίγο πιο ψηλά. Κι αυτό το «λίγο πιο ψηλά» πρέπει να είναι αναγνωρίσιμο και αδιαπραγμάτευτο. Αν δεν το καταφέρουν οι γονείς, θα υποδουλώσουν το παιδί τους σ’ ένα φάντασμα «ισότητας» που διαλύει τους κώδικες της εκμάθησης και, εν τέλει, τους κώδικες του βίου. Να θυμίσω, κι αν χρειαστεί να το κουβεντιάσουμε στη συνέχεια, οι κώδικες δεν είναι συστήματα ταυτίσεων αλλά συστήματα αποκλεισμού και απαγόρευσης νοημάτων.

Συνεχίζω από το κείμενο του βιβλίου:

«Δεν υπάρχει πλάσμα τραγικότερο από το ακυβέρνητο παιδί- ένα παιδί απαίδευτο, απροσανατόλιστο, απροστάτευτο, ακαθοδήγητο, έρμαιο των παθών και της ακρισίας της παιδικότητας, και ταυτόχρονα πάντα εύκολο κορόϊδο στα παιγνίδια των μεγαλύτερων παιδιών και των μεγάλων... [...] Εκείνο που απωθήθηκε («το παιδί παρατημένο στην τύχη του») επιστρέφει σαν «άγρια» εμπειρία, σαν ανεξημέρωτη πραγματικότητα: Σαν παιδί-πλάσμα του καταναλωτισμού, του image marketing, της ναρκισσιστικής φετιχοποίησης, της λογικής του παιδιού-πρίγκιπα... Σαν αντικείμενο ανταγωνισμού, φθόνου, φαντασιωσικής απόλαυσης ή έμπρακτης σεξουαλικής εκμετάλλευσης [...] Σαν θύμα της σχολικής αποτυχίας και των εξαρτήσεων, ή σαν θήτης-θύμα παιδικής και εφηβικής βίας, παραβατικότητας και εγκληματικότητας... Σαν «χαμένες γενιές» παιδιών με μοιραία ελλείμματα γνώσης, γλώσσας, κουλτούρας, κοινωνικότητας, τρόπου, ονείρων... Με απόληξη τις συμμορίες ανηλίκων, ιδίως στις μεγαλουπόλεις, και τους «τυφλούς καταστροφείς» στις εξεγέρσεις» που θα βλέπουμε όλο και συχνότερα... Πέρα από τις κοινωνικές και ιστορικές τους διαστάσεις, όπου υπάρχουν και βαραίνουν, αυτές οι εκδηλώσεις ισοδυναμούν με μια ιδιαίτερη κακουχία της παιδικής ηλικίας• είναι συμπτώματα ψυχικής ορφάνιας. Που αντιπροσωπεύουν, ως υποκειμενικότητες, την ακυβέρνητη παιδικότητα σε κάθε μορφή: Ό,τι λατρεύεται και αποθεώνεται, παραμένοντας ακυβέρνητο, επειδή η κατανόηση του και η ενήλικη στάση απέναντι του γεννάει φόβο, επιστρέφει τρέφοντας ακριβώς τα αισθήματα εκείνα που το καταδικάζουν να υπάρχει σε «ημιάγρια κατάσταση», φόβο και ακατανοησία.

Αυτά και λίγα σκόρπια που θα πω ακόμη, ελπίζω ο Σιδέρης να τα βάλει σε τάξη στη συνέχεια.

Πρώτα απ’ όλα, δεν χρειάζεται καθόλου ο γονιός να γίνει παιδί για να καταλάβει το παιδί του. Και δεν χρειάζεται το παιδί να σκέφτεται σαν μεγάλη ή μεγάλος για να συνεννοηθεί μαζί τους. Αν ο γονιός γίνει παιδί, τότε το παιδί δεν έχει γονιό. Κι αν το παιδί πιεστεί, από μόνο του ή από τους άλλους, να καμωθεί πως έχει τα χαρακτηριστικά των μεγάλων πριν την ώρα του, τότε πάλι το παιδί δεν έχει στο σπίτι του γονείς αλλά συντρόφους, φίλους, ανταγωνιστές ή ξένους.

Όταν το παιδί χτυπά, κλωτσά βρίζει ή δαγκώνει τον γονιό του ή του λέει «σε μισώ», μισεί και χτυπά τον ρόλο ή τον φορέα του; Μεγάλο μπέρδεμα. Τώρα μάλιστα, που ο παραδοσιακός ρόλος του γονιού είναι ιστορικά και πολιτισμικά υπονομευμένος, το πρόσωπο του γονιού αποσπάται από τον ρόλο του γονιού. «Όσο είμαι γονιός δεν είμαι εγώ. Όσο είμαι εγώ δεν είμαι γονιός». «δεν μπορώ να απαγορεύσω, δεν μπορώ να τιμωρήσω». Αν όμως δεν είναι γονιός, τι είναι εκείνος ή εκείνη που στέκεται απέναντι στο παιδί; Φιλαράκι;

Όπως γράφει ο Σιδέρης,

«το παιδί δεν θέλει να του δώσετε ‘φιλαράκια’. Δεν περιμένει από τους γονείς του να καλύψουν και την ανάγκη του για φίλους και φιλία - να είναι, σαν να λέμε, «διπλής όψεως», και γονείς και φίλοι, άνθρωποι για όλες τις δουλειές. Ακριβέστερα, φίλους θα ψάξει και θα βρει τόσο πιο εύκολα και ουσιαστικά, όσο λιγότερο σφιχτός είναι ο εναγκαλισμός της οικογένειας. Δηλαδή, όσο πιο πολύ χώρο για φίλους του αφήνουν οι γονείς και τα άλλα μέλη της οικογένειας του κι όσο πιο πολύ αισθάνεται το κάλεσμα για να ανοιχτεί στον κόσμο πέρα από την οικογένεια. Κι αν ακόμη προκύψει, ανάμεσα σε κάποιους γονείς και κάποια παιδιά, κάποιες στιγμές, μια πτυχή φιλίας, και πάλι αυτή η φιλία είναι ασύμμετρη. Αρκεί να αναλογιστούμε το εξής: ακόμη και αν το παιδί θέλει και μπορεί να σας εμπιστευθεί τα πάντα, εσείς δεν μπορείτε ούτε και επιτρέπεται να μοιραστείτε μαζί του τα πάντα!

Υπάρχει κάτι ακόμη που αξίζει να μπει στη συζήτηση.

Εμείς, η δικιά μας γενιά θέλω να πω, ζήσαμε καλύτερα από τους γονείς μας. Κι οι γονείς μας, τελικά, έζησαν καλύτερα από τους παππούδες μας. Σήμερα όμως μοιάζει να χωνεύουμε την ιδέα ότι τα δικά μας παιδιά θα ζήσουν χειρότερα από εμάς. Ότι τα όνειρά μας γι’ αυτά δεν χωρούν στον κόσμο που φτιάξαμε ή που ανεχθήκαμε. Κι αντί να δούμε τις πραγματικότητες που στενεύουν τον ορίζοντα των προσδοκιών μας και να συντηρήσουμε ή να ανασυγκροτήσουμε τα νεανικά μας προτάγματα για την αλλαγή του κόσμου, σπρώχνουμε τα παιδιά ν’ ανταποκριθούν όλο και περισσότερο στους μύθους και τα παραμύθια των ηγεμόνων. Διότι έτσι πρέπει. Με τύψεις και, κυρίως, παραιτούμενοι από τον ρόλο του γονιού.

Οι δικές μας γενιές, στους μεγάλους αριθμούς τουλάχιστον, μοιάζει να αρνούνται ν’ αναπαραγάγουν όσα βίωσαν ως τρόπους με τους οποίους τις μεγάλωσαν οι γονείς τους. Ωστόσο, δίχως να έχουν βρει νέους τρόπους για να βάλουν στη θέση των παλιών και απαξιωμένων, αναπαράγουν τα «πρέπει» που υπαγορεύουν οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί μηχανισμοί. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, το «καθήκον» που γονιού περιορίζεται σε μια αφηρημένη μέριμνα για την εξασφάλιση του κοινωνικά δέοντος. Και στην αγωνιώδη προσπάθεια να γεμίσουν με ασφάλεια τα κενά της αναγκαστικής (λόγω δουλειάς και υποχρεώσεων) δικής του απουσίας. Δυστυχώς, «ασφάλεια εδώ σημαίνει «κάνω εκείνο που κάνουν οι πολλοί», «κάνω αυτό που λέει η τηλεόραση ή τα σχετικά ένθετα των εφημερίδων»

Έτσι, για να μην υπάρχει «απουσία», γεμίζουμε τον χρόνο των παιδιών με Αγγλικά, Γαλλικά, μουσική, μπαλέτο, γυμναστική, ιδιαίτερα κλπ... Τα πράγματα υποτίθεται ότι διευθετούνται και τα κενά υποτίθεται ότι γεμίζουν με κάτι «χρήσιμο». Έτσι όμως, κανείς στο σπίτι δεν έχει πια ώρα να βρεθεί σε πραγματική σχέση με τα μέλη της οικογένειας. Όλες και όλοι είναι πάντα κουρασμένοι, πάντα γεμάτοι από το άγχος να ετοιμάσουν ένα αύριο που δεν χωράει μέσα στη μέρα. Όλες και όλοι ζουν έξω και πέρα από τη σχέση μεταξύ τους, υπηρετώντας υποτίθεται τις προϋποθέσεις αυτής της σχέσης. Κι έτσι, τελικά, μέσα στη βουβαμάρα, το σπίτι γεμίζει ενοχές και καταλογισμούς που δεν σβήνουν με την επίκληση στο «έτσι είναι τα πράγματα» ή στο «κάνω ό,τι μπορώ αλλά δεν με καταλαβαίνει κανείς».

Ας αναλογιστούμε την πραγματική ζωή ενός εφήβου. Σχολείο το πρωί ή το απόγευμα, φροντιστήρια και μαθήματα που καταβροχθίζουν τη μέρα. «Δουλεύω σκληρότερα απ’ όλους στο σπίτι», μου διηγιόταν μια φίλη πως της λέει η 16χρονη κόρη της. «Πρέπει να μου δίνετε τον μισθό μου και δεν δικαιούστε να μου λέτε τι να κάνω». Το «χαρτζιλίκι» ορίζεται ως «μισθός» που πληρώνει μια «βαριά δουλειά». Σχέση ανταλλαγής ισοδυνάμων, όπως θα το όριζε ο Μαρξ. Με στέλνετε στο σχολείο, στα μαθήματα και στα φροντιστήρια, σας δίνω τη δουλειά που μου στερεί κάθε χαρά και κάθε αίσθημα πλήρωσης, με πληρώνετε με το αντίτιμο. Το απόλυτο μπέρδεμα. Η απόλυτη αλλοτρίωση. Τελικά ο γονιός, πληρώνοντας νομίζει πως ρεφάρισε τη σιωπή και την αποποίηση του ρόλου του.

Αναφέρθηκα πριν στη βουβαμάρα. Εννοώ τη βουβαμάρα των ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, ανάμεσα στα παιδιά και τους γονείς κατ’ εξοχήν, μέσα στον θόρυβο των πληροφοριών από την τηλεόραση, το διαδίκτυο, τις χιλιάδες προκλήσεις που δεν διαλέγουμε. Η βουβαμάρα όμως είναι, στ’ αλήθεια, εξαιρετικά βροντόφωνη. Διότι σ’ ένα σύστημα σχέσεων ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ «ΜΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ». Η σιωπή, ακόμη και η απουσία, έχουν αξία μηνύματος και παράγουν σημασίες που οι άνθρωποι τις διαχειρίζονται ακόμη και ερήμην του άλλου.

Κι όταν φτάσουν με τα μούτρα κολλημένα στον τοίχο, τότε έρχεται η φαεινή ιδέα. «Το παιδί χρειάζεται ψυχολόγο».

«Χρειάζονται νέα αισθήματα και νέες λέξεις», θησαυρίζει Νίκος Σιδέρης, στο προτελευταίο του βιβλίο, τα λόγια ενός αναλυόμενου. Στην περίπτωση που συζητάμε σήμερα, οι νέες λέξεις που χρειάζονται είναι, ίσως, οι τετριμμένες λέξεις που παραπέμπουν σε αλήθειες που έχουν τρυπώσει στα βασίλεια της λήθης. Σε αλήθειες οι οποίες αφορούν τους ρόλους και τα αισθήματα που τους αναλογούν.

Σας κούρασα, το ξέρω. Τελειώνω λοιπόν με ένα ακόμη μικρό απόσπασμα από το βιβλίο:

«“Το παιδί δεν θέλει ψυχολόγο. Γονείς θέλει!” εννιά φορές στις δέκα. Η αναλογία ίσως δεν είναι ακριβώς εννιά στα δέκα. Δείχνει όμως ότι κατά κανόνα, όταν στις συνήθεις οικογένειες γεννιέται ένα τέτοιο ερώτημα-αίτημα, το πραγματικό ζητούμενο είναι το πώς οι γονείς θα μπορέσουν να σταθούν στη θέση του γονιού και να λειτουργήσουν σαν γονείς».

Νίκος Θεοτοκάς
καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο


Πηγή : www.siderman.gr